λιταργισμός

Revision as of 13:18, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = σκιρτήματα, in plural, Sch.Ar.Nu.1255.

Greek (Liddell-Scott)

λῐταργισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ταχέως τρέχειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1253.

Greek Monolingual

λιταργισμός, ὁ (Α) λιταργίζω
βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο.