τρέξιμο

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. πολύ γρήγορο βάδισμα που γίνεται με μικρά ή μεγάλα βήματα με σύντονη διαδοχή τών ποδιών
2. (για υγρό) ροή, εκροή, χύσιμο («το τρέξιμο του νερού»)
3. στον πληθ. τα τρεξίματα
έντονες και κοπιαστικές ενέργειες για μια σοβαρή υπόθεση, αλλ. τρεχάματα
4. παροιμ. «του γαϊδάρου το τρέξιμο λίγο κρατεί» — λέγεται για άνθρωπο μικρής σωματικής αντοχής ή, κυρίως, πνευματικής αντίληψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έτρεξα του τρέχω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο)].