νοαρέως

Revision as of 05:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. νοήρης.

Greek (Liddell-Scott)

νοαρέως: Ἐπίρρ., «νουνεχόντως» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus].

Greek Monolingual

νοαρέως (Α)
επίρρ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως»
2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον
με μεγαλύτερη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. του νοηρός + επιρρμ. κατάλ. -έως].