περίσκεψη
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Greek Monolingual
η / περίσκεψις, -έψεως, ΝΑ περισκέπτομαι
1. το να παρατηρεί κανείς γύρω του με πολλή προσοχή, προσεκτική και λεπτομερής εξέταση
2. συνεκδ. φρόνηση, μεγάλη σύνεση, μεγάλη προσοχή.