περισσοκαλλής

Revision as of 15:02, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, exceeding beautiful, Cratin.238.

Greek (Liddell-Scott)

περισσοκαλλής: -ές, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ὡραῖος, περικαλλής, Κρατῖν. εἰς «Χείρωσι». 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
εξαιρετικά ωραίος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι-καλλής].