περικαλλής
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
περικαλλές, κάλλος) very beautiful, in Hom. mostly of things, φόρμιγξ, κίθαρις, Il.1.603, Od.1.153; ἀγροί, αὐλή, βωμός, δίφρος, δόμος, δῶρα, ἔργα, εὐνή, θρόνος, etc., 14.263, 1.425, Il.8.249, 4.486, 3.421, Od.8.420, 2.117, 10.347, 22.438, al.; of women only Il.5.389, 16.85, Od.11.281; of men first in h.Merc.323, 397, 504; of a man's eyes, Od.13.401,433; of a statue, Orac. ap. Hdt.5.60; Κύπρον, περικαλλέα νῆσον Thgn.1277, cf. Hdt.7.5; ἄνθη περικαλλέστατα Hellanic.55 J.: also in later Prose, Arist.Fr.11, Mu.397a4 (Sup.), Ph.2.269, J.BJ6.1.1, D.C. 37.17 (Sup.), etc.: but rare in Att., Hermipp.Hist.6 (Comp.); π. Θεσμοφόρω Ar.Th.282: irreg. Sup. περικάλλιστος v.l. in Alciphr.3.59. Adv. περικαλλῶς Cat.Cod.Astr.2.171, Longin.Rh.p.186 H., Eust. 836.41.
German (Pape)
[Seite 578] ές, um und um schön, sehr schön; Hom. von Menschen, wie Ἠερίβοια, Il. 5, 389, κούρη, 16, 85 Od. 11, 281; von Gliedern des Menschen, θεᾶς περικαλλέα δειρήν, Il. 3, 396, ὄσσε, Od. 13, 401. 433; von Sachen, φόρμιγξ, Il. 1, 603, κίθαρις, Od. 1, 153, αὐλή, εὐνή, 425. 10, 147, u. oft bei δίφρος, βωμός, δῶμα, τεύχεα, δῶρα, νῆες u. ä.; von Männern zuerst H. h. Merc. 323. 397. 504; ὄσσα, Hes. Th. 10; περικαλλῆ Θεσμοφόρω, Ar. Thesm. 282; einzeln auch in Prosa, χώρη, Her. 7, 5, oft; u. bes. Sp., wie Plut., Luc. Nigr. 23. – Compar. περικαλλεστέρα Ath. XIII, 555 c, superl. περικαλλέστατος XV, 680 c.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très beau, de toute beauté.
Étymologie: περί, κάλλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικαλλής -ές [περί, κάλλος] Hom., zelden Att., zeer fraai, schitterend.
Russian (Dvoretsky)
περικαλλής: замечательно красивый, прекрасный (κούρη, ὄσσε, φόρμιγξ, αὐλή, νῆες, δῶμα Hom.; χώρη Her.).
English (Autenrieth)
ές: very beautiful, often of things, rarely of persons, Il. 5.389, Il. 16.85, Od. 11.281.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
(για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος.
επίρρ...
περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ
με εξαιρετική ομορφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι + -καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερκαλλής].
Greek Monotonic
περικαλλής: -ές (κάλλος), πολύ όμορφος, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
περικαλλής: -ές, (κάλλος) ὡς καὶ νῦν, ὁ πολὺ εὔμορφος, λίαν κομψός, παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, φόρμιγξ, κίθαρις, Ἰλ. Α. 603, Ὀδ. Α. 153· ἀγροί, αὐλή, βωμός, δίφρος, δόμος, δῶρα, ἔργα, εὐνή, θρόνος, κτλ.· ἐπὶ γυναικῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ε. 389, Π. 85, Ὀδ. Λ. 281· ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 323, 397, 504· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἀνδρός, Ὀδ. Ν. 401, 433· ἐπὶ ἀγάλματος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 60· ἐπὶ νήσου, Θέογν. 1277· ἐπὶ χώρας, Ἡρόδ. 7. 5· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφ., ἀλλὰ σπάν. παρ’ Ἀττ., π. Θεσμοφόρῳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 282. - Ἐπίρρ. - καλλῶς, Εὐστ. 836. 41· - συγκρ. -έστερος, ὑπερθ. -έστατος, Ἀθήν. 555C, 680C.