προβλεπτικός

Revision as of 16:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, able to foresee, τῶν μελλόντων Eust.83.33.

German (Pape)

[Seite 711] ή, όν, vorher sehend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

προβλεπτικός: -ή, -όν, ὁ προβλέπων, ὁ ἱκανὸς νὰ προβλέπῃ. τῶν μελλόντων Εὐστ. 83. 33, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό/ προβλεπτικός, -ή, -όν, ΝΜ προβλέπω
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει ό,τι πρόκειται να συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετωπισή του, προνοητικός.
επίρρ...
προβλεπτικῶς Μ
με προβλεπτικότητα.