τετράπτερος

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A four-winged, of winged ants, S.Fr.29; τετράπτερα, opp. δίπτερα, Arist.HA490a16, PA682b8.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Flügeln; Soph. Irg. 27; Arist. H. A. 1, 5 partt. an. 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτερος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, ἐπὶ μυρμήγκων πτερυγοφόρων, Σοφ. Ἀποσπ. 27˙ τετράπτερα, ἀντίθετον τῷ δίπτερα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράπτερος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες («τετράπτεροι σφηκοί», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. δί-πτερος].

Russian (Dvoretsky)

τετράπτερος: четверокрылый Soph., Arst.

English (Woodhouse)

four-winged