φρονηματισμός

Revision as of 10:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ὁ, A presumptuousness, arrogance, Plb(?).Fr.235, Them.Or.21.251b.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, das Muthig-, Edelmüthig-, Großmüthigmachen; aber auch tadelnd, das Hochmüthig-, Stolzmachen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτισμός: ὁ, ἔπαρσις, τῦφος, ἀλαζονεία. Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 136, Θεμίστ. 251Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ φρονηματίζω
νεοελλ.
σωφρονισμός
μσν.-αρχ.
αλαζονεία, έπαρση.

Russian (Dvoretsky)

φρονημᾰτισμός:высокомерие, надменность Polyb.