χιμαιροβάτης

Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ, goat-mounter, or goat-footed, of Pan. AP6.35 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1356] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).

Greek (Liddell-Scott)

χῐμαιροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, αἰγοπόδης, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι-βάτης, κυνο-βάτης.

Russian (Dvoretsky)

χῐμαιροβάτης: ου adj. m козлоногий (Πάν Anth.).