χίμαιρα
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A she-goat, Il.6.181, Hes.Th.322, PCair.Zen.576.3 (iii B. C.); sacrificed before battle to Ἄρτεμις Ἀγροτέρα (see ἀγροτέρα), A.Ag.232 (lyr.), X.An.3.2.12, HG4.2.20, Lac.13.8; θαλλὸν χιμαίραις προσφέρων S.Fr.502; a young she-goat (cf. χίμαρος), Arist.HA523a1; χ. ἐξ αἰγῶν kid, LXX Le.4.28,29.
II Χίμαιρα, ἡ, Chimaera, a fire-breathing monster, Il.6.179, cf. 16.328; Hes.Th.319, etc.; χίμαιρα πύρπνοος Anaxil.22.3 (troch.), Epinic.2.10.
2 expld. as mythical for a volcano in Lycia, Str.14.3.5.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, die Ziege; Il. 6, 181; Hes. Th. 322; Aesch. Ag. 224. – S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jeune chèvre, animal ; particul. chèvre qu'on immolait avant un combat en l'honneur de Ἄρτεμις ἀγροτέρα.
Étymologie: DELG étym. difficile, pê ancienne, sinon i.-e.
Russian (Dvoretsky)
χίμαιρα: (χῐ) ἡ молодая коза Hom., Hes., Aesch., Xen., Arst. etc.
Greek (Liddell-Scott)
χίμαιρα: [ῐ], ἡ, αἴξ, Λατ. capra, Ἰλ. Ζ. 181, Ἡσ. Θεογ. 322, 323· μάλιστα προσφερομένη ὡς θυσία πρὸ τῆς μάχης εἰς τὴν Ἀγροτέραν Ἄρτεμιν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 232, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 12, Ἑλλ. 4. 2, 20, Πολ. Λακ. 13, 8· παροιμία ἐπὶ δελεαστικῶν προσφορῶν, θαλλὸν χιμαίρα προσφέρων Σοφ. Ἀποσπ. 445· - κυρίως νέα αἴξ, ἐνιαύσιος (πρβλ. χίμαρος ΙΙ), Ἀριστοφ. ὁ γραμμ. παρ’ Εὐστ. 1625. 34, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 21, 5 (ἔνθα ἴσως εἶναι μικρότερον εἶδος τῆς κοινῆς αἴγός), Ἑβδ. ΙΙ. Χίμαιρα, ἡ, τέρας πῦρ πνέον καὶ ἔχον κεφαλὴν μὲν λέοντος, οὐρὰν δὲ ὄφεως καὶ σῶμα αῖγός, ὅπερ ἀπέκτεινεν ὁ Βελλεροφόντης, πρῶτον μὲν ῥα Χίμαιραν ἀμαιμακέτην ἐκέλευσε πεφνέμεν· ἡ δ’ ἄρ’ ἔην .. πρόσθε λέων, ὄπισθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα Ἰλ. Ζ. 179, πρβλ. Π. 328· ἢ κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θεογ. 319, θυγάτηρ τοῦ Τυφῶνος καὶ τῆς Ἐχίδνης ἔχουσα τρεῖς κεφαλάς, τῆς δ’ ἦν τρεῖς κεφαλαί· μία μὲν λέοντος, ἡ δὲ χιμαίρης, ἠ δὲ ὄφιος, κρατεροῖο δράκοντος· ταύτην περιγράφει ὁ Εὐρ. ἐν τῷ Ἴωνι 203 ὡς τὰν πυρπνέουσαν .. τρισώματον ἀλκάν. Τὸ ὄνομα τοῦτο παρὰ μεταγεν. ἐλαμβάνετο ὡς μυθικὸν ὄνομα ἡφαιστείου τινὸς ἐπὶ τοῦ ὄρους Κράγου τῆς Λυκίας. - Κατὰ Στράβ. 665: «Κράγος, ἔχων ἄκρας ὀκτὼ καὶ πόλιν ὁμώνυμον· περὶ ταῦτα μυθεύεται τὰ ὄρη τὰ περὶ τῆς Χιμαῖρας· ἔστι δὲ οὐκ ἄπωθεν καὶ ἡ Χίμαιρα φάραγξ τις ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἀνατείνουσα».
English (Autenrieth)
she-goat, Il. 6.181†.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ως κύριο όν. Χίμαιρα
μυθ. τρίμορφο τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκου, που γεννήθηκε από την ένωση της Έχιδνας και του Τυφώνος και έβγαζε από το στόμα του φωτιές («τῶν Ἱπποκενταύρων καὶ Χιμαιρῶν... καὶ ὅσα ἄλλά... ποιηταὶ... ἀναπλάττουσιν», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πλάσμα της φαντασίας, ουτοπία, αυταπάτη
2. βιολ. ιστός ή οργανισμός ο οποίος αποτελείται από δύο, ή σπανίως από περισσότερες, ποικιλίες κυττάρων διαφορετικής γενετικής προέλευσης
3. βοτ. κάθε νόθο φυτό που προέρχεται από εμβολιασμό
4. ζωολ. α) περιληπτική κοινή ονομασία 28 περίπου ειδών χονδροϊχθύων της τάξης χίμαιρες
β) στον πληθ. οἱ χίμαιρες
η μοναδική αρτίγονη τάξη, ή κατ' άλλους υφομοταξία, χονδροϊχθύων της ομοταξίας ολοκέφαλοι
αρχ.
1. γίδα, κατσίκα
2. (ειδικά) χρονιάρικη γίδα, βετούλα, που προσφερόταν πριν από μάχη ως θυσία στην Αγροτέρα Άρτεμι
3. άγρια γίδα, αγριοκάτσικο
4. είδος ψαριού
5. ως κύριο όν. μυθική ονομασία ηφαιστείου στο όρος Κράγος της Λυκίας
6. παροιμ. φρ. «θαλλὸν χιμαίρᾳ προσφέρων νεοσπάδα» — λεγόταν για δελεαστικές προσφορές (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χίμαιρα (< χιμαρ-jα) ανάγεται στη ρίζα gheim- τών λ. χεῖμα, χειμών και έχει σχηματιστεί από τη μορφή της ρίζας σε -r-, όπως και ο τ. χειμερινός, εμφανίζει, όμως, τη μηδενισμένη μορφή χιμ- του θ. και τη συνεσταλμένη βαθμίδα -αρ- (< -r-) του επιθήματος (βλ. και λ. χειμώνας). Ανάλογη περίπτωση τ. της οικογένειας αυτής που χρησιμοποιήθηκαν σε λεξιλόγιο σχετικό με κτηνοτροφία παρατηρείται και στο σουηδ.-νορβ. gimber «προβατίνα που δεν έχει ακόμη αποκτήσει μικρά» και στα λατ. bimus (< bi- hĭmos) «διετής», trimus (< tri-hĭmos) «τριετής» κ.λπ., που χρησιμοποιούνται για ζώα].
Greek Monotonic
χίμαιρα: [ῐ], θηλ. του χίμαρος·
I. θηλυκός τράγος, Λατ. capra, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αττ.
II. Χίμαιρα, ἡ, Χίμαιρα, τέρας που βγάζει φωτιά, με κεφάλι λιονταριού, ουρά ερπετού και σώμα τράγου, που σκοτώθηκε από τον Βελλεροφόντη, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[fem. of χίμαρος
I. a she-goat, Lat. capra, Il., Hes., Attic
II. Χίμαιρα, ἡ, Chimaera, a firespouting-monster, with lion's head, serpent's tail, and goat's body, killed by Bellerophon, Il.
Frisk Etymology German
χίμαιρα: {khímaira}
Grammar: f.
Meaning: Ziege, auch als Bez. eines mythischen Ungeheuers (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in χιμαιροφόνος Ziegen tötend (AP). Davon χιμαιράς f. ib. (Del.3 644, 16 [IV-IIIa] neben ἀρνηάς; wie πελειάς: πέλεια u.a., Fraenkel Nom. ag. 1, 95), -ίςf. Ziegenlamm (Alkiphr.), -ειος ‘zu einer Z. gehörig’ (Hdn.).
Derivative: Daneben, wohl sekundär (s. unten), χίμαρος m. Ziegenbock, auch f. Ziege (Ar., hell. u. sp.) mit χιμαροκτόνος = χιμαιροφόνος (Opp.) u.a., χιμάρα f. ib. (AP).
Etymology: Bildung mit ια-Suffix wie πρῳ̃ρα, νείαιρα, μάχαιρα, πέπειρα usw., mit schwed. norw. dial. gimmer, gimber, awno. gymbr f. Schaf, das noch kein Lamm geworfen hat, urg. *gimbrī, fast identisch. Eig. Bed. ‘einen Winter = ein Jahr altes Tier’ (vgl. χίμαροι· αἶγες χειμέριαι H.; χίμαιρα· ἡ ἐν χειμῶνι τεχθεῖσα, οἷον ἕνα χειμῶνα ἔχουσα EM811, 53; s. auch ἔταλον und v. Windekens Sprache 6, 214), zunächst von einem r-Stamm, der auch in arm. jmeṙn Winter (< *ĝhimer-), mit Hochstufe in χειμέριος, -ινός vorliegt und mit dem n-Stamm in χειμών, χεῖμα alterniert. Der entsprechende o / ā- Stamm erscheint in aind. himá-, hímā u.a.; s. χεῖμα, χειμών m. Lit.; dazu noch Belardi Doxa 3, 223 und Lochner-Hüttenbach Beitr. zur Indogerm. und Keltol. 52. — Das Alter des erheblich später belegten χίμαρος (für τράγος u. a.; s. d.) ist ungewiß; wahrscheinlich ist es eine Neubildung zu χίμαιρα wie πιερός zu πίειρα u. a.; vgl. ἕταρος, ἕταιρα und Specht Ursprung 343 f.
Page 2,1100-1101
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ἡ (=κατσίκα, μυθικό τέρας). Ἀπό τό χίμαρος (=τράγος).
Léxico de magia
ἡ quimera símbolo de Mene P VII 781