ἀμφιλαμβάνω
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλαμβάνω: λαμβάνω τι ἢ κρατῶ αὐτὸ πανταχόθεν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802.
Spanish (DGE)
agarrar Hp.Art.37, Aret.SD 2.13.5.
Greek Monolingual
ἀμφιλαμβάνω (Α)
πιάνω καλά, στέρεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λαμβάνω.