ἄβλητος

Revision as of 08:45, 17 February 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, not hit (by an arrow, by missiles), opp. ἀνούτατος, Il.4.540.

German (Pape)

[Seite 3] von keinem Schuß getroffen, bei Hom. nur Iliad. 4, 540, ἄβλητος καὶ ἀνούτατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non frappé (d’un trait).
Étymologie: ἀ, βάλλω.

English (Autenrieth)

(βάλλω): not hit, Il. 4.540.†

Spanish (DGE)

-ον
no alcanzado, no herido, ileso ὀξέϊ χαλκῷ Il.4.540, ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τὸν θεὸν ἀ. ... μενεῖ Didym.in Zach.1.189
no tocado, entero, intacto ἀβλήτου χρῄζει δρέψαι ἀπ' ἀκρεμόνος AP 9.563 (Leon.), ἄ. ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ πανοπλία Didym.in Ps.99.11, cf. in Eccl.310.25.

Greek Monotonic

ἄβλητος: -ον, αυτός που δεν έχει χτυπηθεί από βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄβλητος: не пораженный, незадетый, невредимый (ἄ. καὶ ἀνούτατος Hom.).

Middle Liddell

not hit by darts, Il.