ἀνούτατος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνούτᾰτος Medium diacritics: ἀνούτατος Low diacritics: ανούτατος Capitals: ΑΝΟΥΤΑΤΟΣ
Transliteration A: anoútatos Transliteration B: anoutatos Transliteration C: anoytatos Beta Code: a)nou/tatos

English (LSJ)

ἀνούτατον,
A unwounded by stroke of sword, ἄβλητος καὶ ἀνούτατος 11.4.540, cf. A.R.2.75.
II invulnerable, Nonn. D. 16.157,al.
III where no wounds are inflicted, ἀγωνες ib.37.774.

Spanish (DGE)

(ἀνούτᾰτος) -ον
1 ileso, ἀνήρ ... ἄβλητος καὶ ἀ. Il.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.
2 invulnerable, Διόνυσος Nonn.D.16.157.
3 en que no se hiere ἀγῶνες Nonn.D.37.774.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non blessé.
Étymologie: , οὐτάω.

German (Pape)

nicht verwundet durch Hieb oder Stoß, s. οὐτάω; Hom. Il. 4.540 ἄβλητος καὶ ἀνούτατος, weder durch einen Wurf (s. βάλλω), noch durch Hieb oder Stoß verwundet, vgl. Schol. Aristonic.; Aeschyl. Lycurg. ap. Hesych. s.v. ἀνούτατος (Dindorf. frgm. 119); Apoll.Rh. 2.75.

Russian (Dvoretsky)

ἀνούτᾰτος: нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ μὴ ἐκ τοῦ ἐγγὺς ξίφει τρωθείς, ἀνούτατος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125.

English (Autenrieth)

unwounded, Il. 4.540†. See οὐτάω.

Greek Monolingual

ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους
2. ο άτρωτος
3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].

Greek Monotonic

ἀνούτᾰτος: -ον (οὐτάω), αυτός που δεν χτυπήθηκε από σπαθί, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

οὐτάω
unwounded by sword, Il.

Translations

invulnerable

Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий

unwounded

Greek: άγγιχτος, ανέγγιχτος, αλάβωτος; Ancient Greek: ἀκέντητος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἄουτος, ἄπληκτος, ἄτμητος, ἀτραυμάτιστος, ἄτρωτος; Manx: slane, gyn lhott, neulhottit