ὀρφανοτροφεῖον
English (LSJ)
τό, orphanage, Lat. orphanotrophium, Cod.Just.1.2.17.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 389] τό, Waisenhaus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφᾰνοτροφεῖον: τό, οἴκημα ἔνθα διαιτῶνται καὶ τρέφονται ὀρφανά, ὡς καὶ νῦν, Χρον. Πασχ. 722. 19, Θεοφάν. 316. 16, Λέοντ. Νεαραὶ 48.