ον, A with swift sandals, swift-footed, Nonn.D.8.220.
ὠκῠπέδῑλος: -ον, ὁ ὠκέα ἔχων πέδιλα, ὠκύπους, Νόνν. Δοινυσ. 8. 220.
-ον, ΜΑ(ποιητ. τ.) ωκύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πέδιλον (πρβλ. εὐρυ-πέδιλος)].