μητροδίδακτος

Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A taught by one's mother: nickname of Aristippus, Str. 17.3.22, D.L.2.83.

German (Pape)

[Seite 179] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.

Greek (Liddell-Scott)

μητροδίδακτος: -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.

Greek Monolingual

μητροδίδακτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διδαχθεί από τη μητέρα του
2. το αρσ. ως ουσ.μητροδίδακτος
παρωνύμιο του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς μητροδίδακτος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. θεο-δίδακτος, πατρο-δίδακτος].

Russian (Dvoretsky)

μητροδίδακτος: (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L.