σπαργανώνω
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
σπαργανῶ, σπαργανόω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῦμαι, σπαργνόομαι, Α σπάργανον
(σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).