βαρύγλωσσος

Revision as of 15:15, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

ον, A grievous of tongue, v.l. for βαθυ-, LXXEz.3.5.

German (Pape)

[Seite 433] mit schwerer, beißender Zunge, Nonn. u. Eust.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγλωσσος: -ον, ὁ βαρεῖαν, δηκτικὴν ἔχων γλῶσσαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 33.

Spanish (DGE)

(βᾰρύγλωσσος) -ον
de lengua maldiciente λαός LXX Ez.3.5, de Hiponacte, Suet.Biasph.39, cf. Nonn.Par.Eu.Io.10.33.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαρύγλωσσος, -ον)
ο βραδύγλωσσος
νεοελλ.
1. αυτός που βαριέται να μιλήσει
2. (για παιδί) εκείνο που άργησε να μιλήσει
αρχ.
ο κακόγλωσσος.