πέπτρια
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πέπτρια: ἡ, «μαγείρισσα» Ἡσύχ. ἐν λ. σιτοποιός.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) η μαγείρισσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα -τρια (πρβλ. σκώπ-τρια)].
πέπτρια: ἡ, «μαγείρισσα» Ἡσύχ. ἐν λ. σιτοποιός.
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) η μαγείρισσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα -τρια (πρβλ. σκώπ-τρια)].