Κερκυραίος

Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῖος, -αῖα, -ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) Κέρκυρα
ο κάτοικος της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
φρ. «Κερκυραία μάστιξ» — φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.