βασανιστήριο

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

και βασανιστήρι, το (AM βασανιστήριον) βασανίζω
αυτό που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
νεοελλ.
εξέταση με τεχνικό μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας και ειδικότερα η επιβολή σωματικών κακώσεων στον υπόδικο κατηγορούμενο και στους μάρτυρες για την απόσπαση ομολογίας ή μαρτυρικών καταθέσεων
αρχ.
1. ο χώρος στον οποίο γίνονται βασανιστήρια
2. πληθ. τα όργανα με τα οποία γίνονται βασανιστήρια.