βασανιστήριο
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
και βασανιστήρι, το (AM βασανιστήριον) βασανίζω
αυτό που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
νεοελλ.
εξέταση με τεχνικό μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας και ειδικότερα η επιβολή σωματικών κακώσεων στον υπόδικο κατηγορούμενο και στους μάρτυρες για την απόσπαση ομολογίας ή μαρτυρικών καταθέσεων
αρχ.
1. ο χώρος στον οποίο γίνονται βασανιστήρια
2. πληθ. τα όργανα με τα οποία γίνονται βασανιστήρια.