δενδροκομικός

Revision as of 21:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, of or like a woodman, Ael.NA13.18.

German (Pape)

[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν propio del arboricultor σοφία Ael.NA 13.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) δενδροκομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.