σοφία
English (LSJ)
Ion. σοφίη, ἡ, prop.
A cleverness or skill in handicraft and art, as in carpentry, τέκτονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Il.15.412; of the Telchines, Pi.O.7.53; ἡ ἔντεχνος σοφία, of Hephaestus and Athena, Pl.Prt.32 1d; of Daedalus and Palamedes, X.Mem.4.2.33, cf. 1.4.2; in music and singing, τέχνῃ καὶ σοφίᾳ h.Merc.483, cf. 511; in poetry, Sol.13.52, Pi.O.1.117, Ar.Ra.882, X.An.1.2.8, etc.; in driving, Pl. Thg.123c; in medicine or surgery, Pi.P.3.54; in divination, S.OT 502 (lyr.); δυσθανατῶν ὑπὸ σοφίας εἰς γῆρας ἀφίκετο Pl.R.406b; σοφία δημηγορική, δικανική, ib.365d; ἡ περὶ Ὁμήρου σοφία Id.Ion 542a; οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν Id.Ap.22b; σημαίνοντες τὴν σοφίαν.... ὅτι ἀρετὴ τέχνης ἐστίν Arist.EN1141a12: rare in plural, Pi.O.9.107, Ar.Ra.676 (lyr.), IG12.522 (vase, v B.C.).
2 skill in matters of common life. sound judgement, intelligence, practical wisdom, etc., such as was attributed to the seven sages, like φρόνησις, Thgn.790,876,1074, Hdt.1.30,60; ἡ τῶν δεινῶν σοφία, opp. ἀμαθία, Pl.Prt.360d; τὴν τότε καλουμένην σοφίαν, οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Plu.Them.2; also, cunning, shrewdness, craft, Hdt.1.68, etc.; τὸ λοιδορῆς αι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία Pi.O. 9.38.
3 learning, wisdom, μείζω τινὰ ἢ κατ' ἄνθρωπον σοφίαν σοφοί Pl.Ap.20e; opp. ἀμαθία, ib.22e; freq. in E., e.g. μόρσιμα . . οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται Heracl.615 (lyr.); τὸ σοφὸν οὐ σοφία = wisdom overmuch is no wisdom (v. σοφός 1.3) Ba.395 (lyr.), etc.; freq. in Arist., speculative wisdom, EN 1141a19, Metaph. 982a2, 995b12 (pl.), 1059a18; defined as θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἐπιστήμη, Stoic.2.15; but also of natural philosophy and mathematics, σ. τις καὶ ἡ φυσική Arist.Metaph.1005b1, cf. 1061b33.
4 among the Jews, ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου LXX Pr.1.7, cf. Jb.28.28, al.; Σοφία, recognized first as an attribute of God, was later identified with the Spirit of God, cf. LXX Pr.8 with Si.24sq.
5 later as a title, ἡ ὑμετέρα, ἡ ὑμῶν σοφία, POxy.1165.6, PSI7.790.14 (both vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 913] ἡ, ion. σοφίη, ursprünglich das Wissen, Verstehen; zuerst von körperlicher, mechanischer Fertigkeit in Handwerken und Künsten, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης, von der Kunst des Zimmermanns, Il. 15, 412 (ἅπαξ εἰρ.); Geschicklichkeit im Saiten- u. Flötenspiel u. in der Tonkunst übh., H. h. Merc. 483. 511; eben so von der Dichtkunst, σοφίαι αἰπειναί, Pind. Ol. 9, 107, welche in ältester Zeit auch der Hauptträger des Wissens war; Ath. XIV, 622 c τὸ δὲ ὅλον ἔοικεν ἡ παλαιὰ τῶν Ἑλλήνων σοφία τῇ μο υσικῇ μάλιστα εἶναι δεδομένη; so heißt es auch Xen. An. 1, 2, 8 λέγεται Ἀπόλλων ἐκδεῖραι Μαρσύαν, νικήσας ἐρίζοντά οἱ περὶ σοφίας; mit der Sangeskunde hing auch die Kunst zusammen, die Einwirkung verderblicher Zauberkräfte abzuwehren und böse Geister zu bannen, Ath. XIV, 614 d πλῆθος δ' ἦν Ἀθἠνῃσι τῆς σοφίας ταύτης, die Kunst der., ὲλωτοποιοί; dei Pind. nimmt das Wort aber schon die allgemeine Bdtg der Kunst und Wissenschaft im döheren Sinne an, vgl. N. 7, 23 I. 6, 18 P. 6, 49; σοφίᾳ γὰρ ἔκ του κλεινὸν ἔπ ος πέφανται, Soph. Ant. 616; u. so bes. in Vrosa; Plat. vrbdt auch noch ταύτην τὴν σοφίαν, ᾑ τὰ ἅρματα κυβερνῶσιν, Lach. 123 c; ἐπεθύμησα ταύτης τῆς σοφίας, ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν, Phaed. 96 a. – Erfahrung u. Gewandtheit in den Geschäften des öffentlichen und häuslichen Lebens, gesunder Menschenverstand, der steh im richtigen praktischen Urtheil ausspricht, wie bei den sogenannten sieben Weisen; auch Schlauheit, List, Her. 1, 68 u. oft; σοφίῃ Gegensatz von βίῃ 3, 127, vgl. Eur. Or. 710. – Dann aber Kenntniß in den höheren Wissenschaften, Gelehrsamkeit, und zulegt auch Weisheit in unserm Sinne, welche durch die Philosophen auf verschiedene Art bestimmt wird.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. habileté manuelle;
II. savoir, science;
III. sagesse pratique, d'où
1 sagesse en gén.
2 en mauv. part habileté, ruse.
Étymologie: σοφός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφία -ας, ἡ, Ion. σοφίη [σοφός] kundigheid, vaardigheid, bedrevenheid (in een bepaald vak). verstand, slimheid, (praktische) wijsheid, intelligentie:; πρῶτοι λεγόμενοι εἶναι Ἑλλήνων σοφίην van wie gezegd wordt dat ze wat betreft slimheid de eersten zijn van de Grieken Hdt. 1.60.3; sluwheid, listigheid. geleerdheid, wijsheid; filos. theoretische kennis, wetenschap:. ἡ τῶν εἰδῶν σ. kennis van de ideeën Plat. Epist. 322d.
Russian (Dvoretsky)
σοφία: эп.-ион. σοφίη ἡ
1 мастерство, искусство (sc. τέκτονος Hom.): σ. δημηγορική Plat. искусство убеждения; οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει Plat. не искусством, а в силу врожденного дара; ἡ σ. ἐν ταῖς τέχναις Arst. мастерство в области искусств;
2 сметливость, изворотливость, ловкость (σοφίᾳ, μὴ βίᾳ τῶν κρεισσόνων Eur.): σοφίῃ χρᾶσθαι Her. пускать в ход хитрость;
3 разумность, рассудительность, житейская мудрость, практический ум Her.: ἡ περὶ τὸν βίον σ. Plat. житейский ум;
4 ученость, просвещенность, знание (ἡ σ. καὶ ἀμαθία τινός Plat.);
5 наука: ἔστι δὲ σ. τις ἡ φυσική Arst. естествознание есть некая наука; ἡ σοφία περὶ ἀρχάς Arst. наука о первоначалах, т. е. философия;
6 (высшая) мудрость, философское знание, т. е. философия (ἡ σ. περί τινας αἰτίας καὶ ἀρχάς ἐστιν ἐπιστήμη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σοφία: Ἰων.-ίη, ἡ, κυρίως, εὐφυΐα, δεξιότης, ἐμπειρία ἔν τινι τέχνῃ ὡς ἐν τῇ τεκτονικῇ, τέκτονος, ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ἰλ. Ο. 412· ἐπὶ τῶν Τελχίνων, Πινδ. Ο. 7. 98· ἡ ἔντεχνος σ., τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Πρωτ. 321D· τοῦ Δαιδάλου καὶ Παλαμήδους, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2. 33, πρβλ. 1. 4. 3· ἐν μουσικῇ καὶ ὠδικῇ, τέχνη καὶ σ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 483, πρβλ. 511· ἐν τῇ ποιήσει, Πινδ. Ο. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 882, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 8· ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πλάτ. Θεάγ. 123C· ἐν ἰατρικῇ καὶ χειρουργικῇ, Πινδ. Π. 3. 96· δυσθανατῶν ὑπὸ σοφίας εἰς γῆρας ἀφίκετο Πλάτ. Πολ. 406Β· σ. δημηγορική, δικανικὴ αὐτόθι 365D· ― σ. τινός, γνῶσις πράγματός τινος, ἐμπειρία εἰς αὐτὸ καὶ δεξιότης, αὐτόθι 360D· ἡ περὶ Ὁμήρου σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 542Α· οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· σημαίνοντες τὴν σοφίαν.., ὅτι ἀρετὴ τέχνη ἐστὶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 1· ― σπάνιον ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 9. 161, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 676, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1100. 2) εὐφυΐα καὶ ἐμπειρία εἰς τὰ συνήθη πράγματα τοῦ βίου, ὀρθότης κρίσεως, φρόνησις, πρακτικὴ καὶ πολιτικὴ σύνεσις, κτλ. ὡς ἐχαρακτηρίζετο ἡ σοφία τῶν ἑπτὰ σοφῶν, συνώνυμ. τῷ φρόνησις, Θέογν. 1074, Ἡρόδ. 1. 30, 60· ἡ περὶ τὸν βίον σ. Πλάτ. Πρωτ. 321D· ἡ τῶν δεινῶν σ., ἀντίθετον τῷ ἀμαθίᾳ, αὐτόθι 360D· τὴν τότε καλουμένην σ., οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Πλουτ. Θεμιστ. 2· ὡσαύτως, ἐπὶ σημασίας οὐχὶ τοσοῦτον καλῆς, εὐφυΐα, πανουργία, συνώνυμον τῷ δεινότης, Ἡρόδ. 1. 68, κτλ.· τὸ λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία Πινδ. Ο. 9. 57. 3) γνῶσις τῶν ἐπιστημῶν, μάθησις, παιδεία, φιλοσοφία, Θέογν. 790, 876· σοφίᾳ σοφίαν παραμείβειν Σοφ. Ο. Τ. 504· συχν. παρὰ τῷ Εὐρ., π.χ. μόρσιμα..οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται Ἡρακλ. 615· τὸ σοφὸν οὐ σοφία (ἴδε σοφὸς Ι. 3), Βάκχ. 393, κτλ.· ― συχν. παρ’ Ἀριστ., ἡ ὑψίστη ἐπιστήμη, ἡ, γνῶσις τῶν αἰτίων, φιλοσοφία, μεταφυσική, Ἠθικ. Νικ. 6. 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17., 1. 2, 1 κἑξ., 2. 1, 6., 10. 1, 1· ἀλλ’ ὡσαύτως, αἱ φυσικαὶ επιστῆμαι καὶ τὰ μαθηματικά, αὐτόθι 3. 3, 4., 10. 4, 3. 4) παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις ἡ Σοφία, θεωρουμένη πρῶτον ὡς ἰδιότης τοῦ ΘΕΟΥ ἐταυτίσθη πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρβλ. Παροιμ. Η΄ καὶ Σειρὰχ ΚΔ΄ κἑξ., καὶ ἴδε Westcott in Dict. of Bible, 3. 1782· - ἐθεωρήθη ὡς ἁγία, «ἁγία Σοφία» παρὰ τοῖς Ἕλλησι Χριστιανοῖς, ἴδε Gibbon, κεφ. 40. - Πρβλ. σοφός, σοφιστὴς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πᾶσα τέχνη καὶ ἐπιστήμη».
English (Slater)
σοφία (-ία, -ίας, -ίᾳ, -ίαν: -ίαι.)
a in general, art, wisdom δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (O. 7.53) τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of wisdom (P. 2.56) γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν (P. 4.263) ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Pae. 9.4) σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει[ (Pae. 14.40) τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209.
b esp., poetic art, skill ἐμέ πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ (O. 1.116) ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία (O. 9.38) ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν (P. 1.12) πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις (P. 4.248) ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις (N. 7.23) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν (v.l. σοφιαῖς.) Πα. 7B. 20. ἄμαχοι εἰς σοφίαν ?fr. 353.
c of other arts or skills ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται (with particular ref. to medicine) (P. 3.54) κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide) fr. 260. 7. pl., σοφίαι μὲν αἰπειναί (O. 9.107)
English (Strong)
from σοφός; wisdom (higher or lower, worldly or spiritual): wisdom.
English (Thayer)
σοφίας, ἡ (σοφός), Hebrew חָכְמָה, Wisdom of Solomon, broad and full intelligence (from Homer down); used of the knowledge of very diverse matters, so that the shade of meaning in which the word is taken must be discovered from the context in every particular case.
a. the wisdom which belongs to men: universally, Proverbs, as was ἡ σοφία τοῦ Σολομῶνος, τῶν Αἰγυπτίων, Winer's Grammar, 227 (213) n.; Buttmann, § 134,6); the art of interpreting dreams and always giving the sagest advice, σοφία ἄνωθεν κατερχομένη is put in contrast the σοφία ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης, such as is the craftiness of envious and quarrelsome men. σαρκικῇ σοφία (see σαρκικός, 1), craftiness, πανουργία of σοφία is not infrequently used of shrewdness and cunning; cf. Passow (or Liddell and Scott), under the word, 2); the knowledge and skill in affairs requisite for the successful defense of the Christian cause against hostile accusations, δικαιόω, 2). In Paul's Epistles: a knowledge of the divine plan, previously hidden, of providing salvation for men by the expiatory death of Christ, Winer's Grammar, 111 (105f)); hence, all the treasures of wisdom are said to be hidden in Christ, Θεοῦ (genitive of the author), πνευματικῇ, πνεῦμα σοφίας καί ἀποκαλύψεως, λόγος σοφίας, the ability to discourse eloquently of this Wisdom of Solomon, τοῦ κόσμου added, τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν σοφῶν, ἀνθρώπων, Romans, vol. i, p. 67f; σοφία τοῦ λόγου, the wisdom which shows itself in speaking (R. V. wisdom of words), the art of the rhetorician, λόγοι (ἀνθρωπίνης (so R in σοφίας, discourse conformed to philosophy and the art of rhetoric, supreme intelligence, such as belongs to God: τοῦ Θεοῦ, as manifested in the formation and government of the world, and to the Jews, moreover, in the Scriptures, πολυποίκιλος from the great variety of ways and methods by which he devised and achieved salvation through Christ, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶπεν seem to denote the wisdom of God which is operative and embodied as it were in Jesus, so that the primitive Christians, when to comfort themselves under persecution they recalled the saying of Christ, employed that formula of quotation (cf. Luke, in ignorance of this fact, took the phrase for a part of Christ's saying. So Eusebius (h. e. 3,32, 8), perhaps in the words of Hegesippus, calls those who had personally heard Christ οἱ αὐταῖς ἀκοαῖς τῆς ἐνθεου σοφίας ἐπακοῦσαι κατηξιώμενοι; cf. Grimm in the Studien und Kritiken for 1853, p. 332ff. (For other explanations of the phenomenon, see the commentaries on Luke, the passage cited Cf. Schürer, Zeitgesch. § 33, V:1 and references.) [ SYNONYMS: on the relation of σοφία to γνῶσις see γνῶσις, at the end. "While σοφία is 'mental excellence in its highest and fullest sense' (Aristotle, eth. Nic. 6,7), σύνεσις and φρόνησις are both derivative and special — applications of σοφία to details: σύνεσις, critical, apprehending the bearing of things, φρόνησις, practical, suggesting lines of action" (Lightfoot on Colossians, the passage cited; Schmidt, chapter 13 § 10; chapter 147 § 8. See σοφός, at the end]
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σοφίη, Α σοφός
1. πλούτος γνώσεων, μάθηση, παιδεία, πολυμάθεια, πολυγνωσία («ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάση σοφίᾳ Αἰγυπτίων», ΚΔ)
2. έμφυτη ικανότητα αντιμετώπισης τών καθημερινών προβλημάτων, που πηγάζει από την εξαιρετική πνευματικότητα του κατόχου της, ευθυκρισία, ευβουλία, σύνεση (α. «αντιμετώπισε με σοφία το πρόβλημα που προέκυψε» β. «ἡ τῶν δεινῶν σοφία», Πλάτ.)
3. ευφυΐα
4. φρ. α) «εν ενεργεία σοφία»
(φιλοσ.) (κατά τον Πλάτ.) ο τρόπος ύπαρξης, η κοινωνική δράση στους κόλπους μιας ιεραρχημένης πολιτείας, τα νομοθετικά όργανα της οποίας σέβονται τους νόμους της φύσης και εκείνοι που τήν διοικούν, όπως και οι απλοί πολίτες, είναι ενάρετοι και έχουν κατά νουν το κοινό καλό
β) «Σοφία Σολομώντος» — απόκρυφο βιβλίο το οποίο περιλαμβάνεται στην ελληνική μετάφραση τών εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης και αποτελεί τυπικό παράδειγμα του γνωστικού είδους θρησκευτικής λογοτεχνίας που συνιστά μια ζωή ενδοσκόπησης και στοχασμού για την ανθρώπινη ύπαρξη, ειδικά από ηθική άποψη, έργο που έγινε δεκτό στον ρωμαιοκαθολικό κανόνα
αρχ.
1. (κατά τον Όμ.) η γνώση και η τέλεια κατοχή οποιασδήποτε τέχνης («τέκτονος... ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνησιν Ἀθήνης» — του ναυπηγού... που με την ορμήνεια της Αθηνάς κατέχει καλά την τέχνη του όλη, Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Σωκρ. και τον Πλάτ.) πνευματική ικανότητα και αρετή, τέλεια γνώση και κατανόηση τών πάντων, ικανότητα που μόνον οι θεοί κατέχουν, γι' αυτό και μόνον αυτοί είναι σοφοί («κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾱς τὴν ἔντεχνον σοφίαν συν πυρί», Πλάτ.)
3. (κατά τον Αριστοτ. και τους Στωικούς) η ανθρώπινη γνώση στον ύψιστο βαθμό, η ύψιστη επιστήμη, που έχει ως αντικείμενο την κατανόηση τών πρώτων αρχών του κόσμου (α. «ὅτι μὲν οὖν ἡ σοφία περί τινας αἰτίας καὶ ἀρχὰς ἐστιν ἐπιστήμη, δῆλον», Αριστοτ.
β. «Ξενοκράτης ἐν τῷ περὶ φρονήσεως τὴν σοφίαν ἐπιστήμην τῶν πρώτων αἰτιῶν καὶ τῆς νοητῆς οὐσίας εῖναί φησι», Κλήμ. Αλ.)
4. (στους Ιουδαίους) α) βασική ιδιότητα του θεού, το πνεύμα του θεού ως δημιουργική αιτία τών πάντων (α. «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας», ΠΔ
β. «ὁ θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν», ΠΔ
γ. «καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατεσκεύασας ἄνθρωπον», ΠΔ)
β) ο φόβος του θεού (α. «πᾶσα σοφία φόβος κυρίου καὶ ἐν πάσῃ σοφία ποίησις νόμου», ΠΔ
β. «σοφία γὰρ καὶ παιδεία φόβος κυρίου», ΠΔ
γ. «ἀρχὴ σοφίας φόβος κυρίου», ΠΔ)
γ) η ευσέβεια, η θεοσέβεια («ἡ θεοσέβειά ἐστι σοφία», ΠΔ)
5. (κατά τους Γνωστικούς) η Πρώτη Έννοια, η αρχική σκέψη του θεού
6. (κατά τον Ησύχ.) κάθε τέχνη και επιστήμη
7. πανουργία, πονηριά («ἀνεῡρε ἐν Τεγέῃ καὶ συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
σοφία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. δεξιότητα στη χειροτεχνία και τις πρακτικές τέχνες, δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· σοφία τινός ή περί τινος, η γνώση κάποιου πράγματος, η συνάφεια με κάτι, σε Πλάτ.
2. ορθή κρίση, ευφυΐα σε πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, όπως χαρακτηριζόταν αυτή των Επτά Σοφών, σε Θέογν., Ηρόδ.· με όχι και τόσο θετική σημασία, δόλος, πανουργία, τέχνασμα, όπως το δεινότης, σε Ηρόδ.
3. επιστημοσύνη, γνώση, πολυγνωσία, φιλοσοφία, σε Θέογν., Αττ.
Middle Liddell
σοφία, ἡ,
1. skill in handicraft and art, Il., Xen., etc.:— ς. τινός or περί τινος knowledge of, acquaintance with a thing, Plat.
2. sound judgment, intelligence, practical wisdom, such as was attributed to the Seven Wise men, Theogn., Hdt.; in not so good a sense, cunning, shrewdness, craft, like δεινότης, Hdt.
3. wisdom, philosophy, Theogn., Attic
Chinese
原文音譯:sof⋯a 所非阿
詞類次數:名詞(51)
原文字根:智慧 相當於: (חָכְמָה)
字義溯源:智慧,學問,聰明,技巧;源自(σοφός)*=智慧的)。類似: (Σαῦλος)X=清亮的*。神乃是獨一全智(慧)的神( 羅16:27)。一切的智慧都隱藏在基督裏( 西2:3)。所以基督乃是神的智慧( 林前1:24),並且神又使基督成為我們的智慧( 林前1:30)
出現次數:總共(52);太(3);可(1);路(6);徒(4);羅(1);林前(18);林後(1);弗(3);西(6);雅(4);彼後(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 智慧(48) 太11:19; 太12:42; 太13:54; 可6:2; 路2:40; 路2:52; 路7:35; 路11:31; 路11:49; 路21:15; 徒6:3; 徒6:10; 徒7:10; 羅11:33; 林前1:17; 林前1:19; 林前1:20; 林前1:21; 林前1:21; 林前1:22; 林前1:24; 林前1:30; 林前2:1; 林前2:4; 林前2:5; 林前2:6; 林前2:6; 林前2:6; 林前2:7; 林前2:13; 林前3:19; 弗1:8; 弗1:17; 弗3:10; 西1:9; 西1:28; 西2:3; 西2:23; 西3:16; 西4:5; 雅1:5; 雅3:15; 雅3:17; 彼後3:15; 啓5:12; 啓7:12; 啓13:18; 啓17:9;
2) 智慧的(2) 林前12:8; 雅3:13;
3) 聰明(1) 林後1:12;
4) 學問(1) 徒7:22
English (Woodhouse)
cleverness, skill, wisdom, intellectual power
Translations
wisdom
Albanian: urtësinë; Arabic: حِكْمَة; Egyptian Arabic: حكمة; Armenian: իմաստություն; Aromanian: mintiminilji; Asturian: sabencia, sabiduría; Atayal: kinbaqan; Azerbaijani: hikmət; Belarusian: мудрасць; Bulgarian: мъ́дрост; Burmese: ဉာဏ်, ဉာဏ, ဝိဇ္ဇာ; Catalan: saviesa; Chechen: хьекъалалла; Cherokee: ᎠᎦᏙᎲᏍᏗ; Chichewa: nzeru; Chinese Cantonese: 智慧; Mandarin: 智慧; Min Nan: 智慧; Czech: moudrost; Danish: visdom; Dutch: wijsheid; Esperanto: saĝeco; Estonian: tarkus; Faroese: vísdómur; Finnish: viisaus; French: sagesse; Galician: sabedoría, sabenza; Georgian: სიბრძნე; German: Weisheit; Gothic: 𐌷𐌰𐌽𐌳𐌿𐌲𐌴𐌹, 𐍆𐍂𐍉𐌳𐌴𐌹; Greek: σοφία; Ancient Greek: σοφία; Hebrew: חוכמה \ חָכְמָה; Hindi: बुद्धिमत्ता, पांडित्य, प्रज्ञता; Hungarian: bölcsesség; Icelandic: viska, vísdómur; Ido: sajeso; Indonesian: kebijaksanaan; Irish: eagna; Italian: saggezza, senno, discernimento, criterio, avvedutezza; Japanese: 知恵; Kashmiri: گاٹہٕ جار, بۄد; Khmer: គតិបណ្ឌិត; Korean: 지혜(智慧), 지혜(知慧), 슬기; Latin: sagacitas, sapientia; Latvian: gudrība; Lingala: bwányá class 14; Lithuanian: išmintis; Macedonian: мудрост; Malay: kebijaksanaan; Middle English: wisdom, sapience; Navajo: ił ééhózin; Norwegian: visdom; Occitan: saviesa; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫдрость; Old Occitan: sapiencia, razon; Persian: خردمندی, خرد; Polish: mądrość; Portuguese: sabedoria, sagacidade, sapiência; Romanian: înțelepciune, judecată; Russian: мудрость; Sanskrit: प्रज्ञा; Scottish Gaelic: gliocas; Serbo-Croatian Cyrillic: múdrōst; Roman: мудро̄ст; Slovak: múdrosť; Slovene: modróst; Spanish: sabiduría; Swahili: mwanafalsafa; Swedish: visdom; Thai: ภูมิปัญญา; Turkish: bilgelik, hikmet; Ugaritic: 𐎈𐎋𐎎𐎚; Ukrainian: мудрість; Urdu: عقل; Vietnamese: khôn ngoan; Welsh: doethineb; Yiddish: חכמה
intelligence
Albanian: zbulimit; Arabic: ذَكَاء, عَقْل; Aragonese: intelichencia; Armenian: բանականություն, խելք; Assamese: বুদ্ধি, মন; Asturian: intelixencia; Azerbaijani: ağıl; Bashkir: аҡыл; Belarusian: інтэлект, розум; Bengali: বুদ্ধি; Bulgarian: ум, интелект, разсъ́дък, акъ́л, ум; Catalan: intel·ligència, seny, llestesa; Chinese Mandarin: 心智, 智力; Czech: inteligence, intelekt, rozum; Danish: intelligens; Dutch: intelligentie; Esperanto: inteligenteco; Estonian: arukus; Faroese: vit; Finnish: äly, älykkyys; French: intelligence; Galician: intelixencia; Georgian: ჭკუა, ინტელექტი, გონებრივი შესაძლებლობები; German: Intelligenz, Klugheit; Greek: νοημοσύνη; Ancient Greek: ἀγχίνοια, αἴσθησις, γνώμη, γνωμοσύνη, διάνοια, ἔννοια, ἐπίνοια, μῆτις, νοῦς, περίνοια, πινυτή, πραπίς, σοφία, σύνεσις, τὸ συνετόν, φρήν, φρόνησις; Hausa: fahami; Hebrew: אִינְטֶלִיגֶנְצְיָה, תּבוּנָה; Hindi: बुद्धि, अक़्ल; Hungarian: intelligencia; Icelandic: greind; Ido: inteligenteso; Irish: meabhair, éirimiúlacht; Italian: intelligenza; Japanese: 知性; Kashmiri: عَقٕل, بۄد, گاٹہٕ; Kazakh: ақыл; Korean: 지혜(智慧), 이해력(理解力), 지성(知性); Kurdish Northern Kurdish: fehm; Kyrgyz: акыл; Latin: ingenium, intelligentia; Latvian: saprāts, gudrība; Lithuanian: inteligencija; Macedonian: интелигенција, акал, ум; Malay: kecerdasan; Mongolian Cyrillic: оюун ухаан; Norwegian Bokmål: intelligens; Nynorsk: intelligens; Old Church Slavonic Cyrillic: разумъ, у̑м; Old East Slavic: *розумъ; Old English: orþanc; Persian: هوش, عقل; Polish: inteligencja, intelekt, rozum, um; Portuguese: inteligência; Romanian: inteligență, judecată; Russian: интеллект, интеллигентность, разум, рассудок, ум; Sanskrit: प्रज्ञा, मनस्, क्रतु; Serbo-Croatian Cyrillic: интелигѐнција, у̑м; Roman: inteligèncija, ȗm; Slovak: inteligencia, intelekt, um, rozum; Slovene: inteligenca; Spanish: inteligencia; Swedish: intelligens; Tagalog: katalinuhan, talino; Tajik: ҳӯш, ақл, зеҳн; Tatar: акыл; Telugu: మేధస్సు; Thai: ปรีชา, เมธา, สมอง; Turkish: zekâ, akıl, anlayış; Turkmen: akyl; Ukrainian: інтелект, розум; Urdu: عقل; Uyghur: ئەقىل; Uzbek: aql; Vietnamese: trí tuệ, trí thông minh, trí năng; Welsh: dealltwriaeth; Yiddish: שׂכל; Zazaki: aqil, fam
skill
Afrikaans: vaardigheid; Albanian: aftësi; Arabic: مَهَارَة; Armenian: հմտություն, ունակություն; Belarusian: уменне, умельства, майстэрства, навык; Bulgarian: умение, вещина, сръчност; Catalan: habilitat, destresa; Chinese Mandarin: 技巧, 技能, 技術/技术; Czech: schopnost; Danish: færdighed; Dutch: bekwaamheid, vaardigheid; Esperanto: bravuro, lerteco; Estonian: oskus; Faroese: kynstur, kunstur, hegni, fimi; Finnish: taito, kyky; French: habileté, compétence, don, capacité; Galician: habilidade, habelencia, maña, xeito, doén, despexo, chencha, azareña, destrez; German: Fähigkeit, Fertigkeit, Geschicklichkeit, Kunst, Talent, Kompetenz; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ικανότητα; Ancient Greek: δαημοσύνη, δεινότης, δεξιότης, διανόησις, ἐμπειρία, ἐντρέχεια, ἕξις, ἐπιδεξιότης, ἐπιστήμη, εὐεξία, εὐστοχία, εὐστοχίη, μῆτις, σοφία, σόφισμα, τέχνα, τέχνη, τὸ ἐντρεχές; Hebrew: מְיֻמָּנוּת, כִּשּׁוּרִים; Hindi: कुशलता, कौशल, निपुणता, महारत; Hungarian: ügyesség, hozzáértés; Indonesian: kemampuan, keahlian; Interlingua: habilitate, talento; Italian: abilità, capacità, competenza; Japanese: 腕, 技, 技能, 技巧, 技術, スキル; Korean: 기술, 스킬; Latin: habilitas, peritia, sollertia, potestas, potentia, ars; Latvian: prasme, iemaņas; Lithuanian: įgūdis; Lü: ᦞᦲᧉᦌᦱ; Macedonian: вештина; Malay: kemahiran, skil; Maltese: sengħa; Marathi: कौशल्य; Norman: agenceté; Norwegian Bokmål: dyktighet, evne, ferdighet, talent, dugleik; Nynorsk: dugleik, dyktigheit, evne, ferdigheit, talent; Occitan: abiletat; Old English: cræft; Persian: مهارت, اروین; Polish: umiejętność; Portuguese: habilidade, talento; Romanian: abilitate, pricepere, talent; Russian: умение, навык, мастерство, сноровка, искусство, способность, талант, дар; Serbo-Croatian Cyrillic: вештина, вјештина; Roman: veština, vještina; Slovak: schopnosť; Slovene: spretnost, veščina; Spanish: destreza, habilidad, maña, talento; Swedish: färdighet, skicklighet; Tamil: திறன்; Telugu: నేర్పు, నిపుణత; Tocharian B: epastyäññe; Turkish: beceri, maharet, marifet, ustalık, yetenek, kabiliyet; Ukrainian: вмі́ння, майстерство, навик; Volapük: skil