ἄραγμα

Revision as of 16:16, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, = ἀραγμός (clashing, clattering, rattling, crashing shower, beating), τυμπάνων ἄ. E. Cyc. 205. = κάταγμα, Sor. Fract. 10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ]
1 acción de golpear τυμπάνων E.Cyc.205.
2 medic. fractura Sor.Fract.156.22.
• Etimología: Cf. ἀράσσω.

German (Pape)

[Seite 343] τό, das tönende Schlagen, τυμπάνων Eur. Cycl. 203.

Greek Monolingual

το (Α ἄραγμα)
νεοελλ.
(για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά
αρχ.
χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση.

Greek Monotonic

ἄραγμα: -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄραγμα: ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.).

Middle Liddell

ἀράσσω = ἀραγμός
τυμπάνων ἄρ. Eur.