διωρυχή

Revision as of 17:57, 17 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, A digging or cutting through, Χερρονήσου v. l. for διορυχή in D.7.40, cf. Polyaen.4.18.1, Aristid.Or.17(15).14. (διορυγή is f. l. in Plu.Fab.1 (cf. foreg.), Them.Or.2.36d.)

Greek (Liddell-Scott)

διωρῠχή: ἡ, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ διορυχή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. διῶρυξ.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): διορ- D.7.40, Ph.1.626, Philostr.Her.44.7, Lib.Decl.8.19, Or.63.21
I concr.
1 cortadura, canal ᾗ ἡ δ. ἔμελλε Χερρονήσου ἔσεσθαι D.l.c., ἰσθμῶν Philostr.l.c., δ. νυμφῶν canal de las ninfas dicho del río Meles de Esmirna, Aristid.Or.17.14.
2 táct. zapa, mina para asediar ciudades, Polyaen.4.18.1, τοίχων Lib.Decl.8.19.
II n. de acción
1 perforación, horadamiento φρεάτων Ph.l.c., cf. Them.Or.2.36d, τοίχων Sch.Gr.Naz.1.54.
2 hecho de minar, socavamiento νόμων, δικαστηρίων Lib.Or.63.2.1.

Greek Monolingual

διωρυχή και διορυχή, η (Α)
διάνοιξη διώρυγας.

Greek Monotonic

διωρῠχή: ἡ (διορύσσω), διασκαφή, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διωρῠχή: ἡ Dem. = διῶρυξ.

Middle Liddell

n διορύσσω
a digging through, Dem.