ἀγριοβλησκούνιον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Spanish (DGE)
ἀγριοβλησκούνιον, -ου, τό
• Grafía: graf. -νι Gloss.Bot.Gr.322.24, ἀγριοφλησκούνιον Gloss.Bot.Gr.345.4, ἀγριοφλησκούνι Anecd.Plant.9.48, ἀγριοφλισκούνι Gloss.Bot.Gr.368.13
bot. díctamo de Creta, Origanum dictamnus L., ll.cc.