ἀλλοδημία

Revision as of 10:50, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

Dor. ἀλλο-δαμία, ἡ, A = ἀποδημία, stay in foreign land, Hp.Int.48; ἐν ἀλλοδημίᾳ abroad, Pl.Lg.954e; καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημί<ας> Phld.Mort.26: pl., Iamb.VP35.252. IIconcrete, foreign people, στείχειν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.17.37, cf.Poll.9.21.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, Aufenthalt in der Fremde, ἐν ἀλ., Plat. Legg. XII, 954 e, dem ἐν ἄστει gegenüber, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοδημία: ἡ, = ἀποδημία, διαμονὴ ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἱππ. 558. 45· ἐν ἀλλοδημίᾳ (ἀντὶ ἐν ἄλλῳ δήμῳ) = «εἰς τὰ ξένα», Πλάτ. Νόμ. 954Ε. ΙΙ. συγκεκριμ. = πληθὺς ξένων, Πολυδ. 9. 21, ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ ἐπίθ. ἀλλόδημος, ον, = ξένος, ἐκ ξένης χώρας, 3. 54.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. -δᾱμία B.18.37; jón. -δημίη Hp.Int.48
1 tierra extraña, el extranjero στείχειν ἔμπορον οἷ' ἀλάταν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.l.c., χωρισθέντος μου εἰς ἀλλοδημίαν περὶ ἀναγκαίων πραγμάτων PTeb.50.9 (II a.C.), ἐν ἀλλοδημίᾳ Pl.Lg.954e, BGU 1255.5 (I a.C.), D.C.54.19.3
frec. c. prep. en el extranjero, de viaje ἡ νοῦσος προσπίπτει μάλιστα ἐν ἀλλοδημίῃ Hp.l.c., καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημίας Phld.Mort.26.12, ἐν ἀλλοδαμίαις τότε τυχόντες estando fuera, de viaje Iambl.VP 35.
2 gente forastera ἀλλοδημίας μεστήν Poll.9.21.

Greek Monolingual

ἀλλοδημία, η (Α) ἀλλόδημος
1. διαμονή σε ξένη χώρα, στην αλλοδαπή, στα ξένα
2. (συνεκδοχικά) το πλήθος ξένων, τών αποδήμων.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοδημία: ἡ пребывание за границей: ἐν ἀλλοδημίᾳ Plat. заграницей.