διαμονή
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἡ, (διαμένω) continuance, permanence, Arist.Spir.481a1, Epicur.Ep.2p.38U., Phld.D.3.8, IG12(5).659.5 (Syros), Ocell.1.9, Ph.1.2,al., Procl.Inst.129, BGU362iv 11 (iii A. D.),etc.; of seeds or corn, keeping, Thphr.HP7.5.5, J.BJ7.8.4.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 permanencia, perpetuación, continuidad c. gen. subjet. ἡ τῶν κοσμικῶν αἰωνία δ. Philol.B 23, ἡ τοῦ ἐμφύτου πνεύματος δ. Arist.Spir.481a1, πρὸς διαμονὴν τῶν ὁμολογιῶν D.S.12.13, εἰς τὴν διαμονὴν τῶν πραγμάτων para la continuidad del orden existente D.H.5.2, ἡ εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον δ. τοῦ γένους Ocell.44, (τῶν ἀνθρώπων) δ. εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα D.S.4.6, ὑπὲρ τῆς εἰς αἰῶνα διαμονῆς Ἀντωνείνου Καίσαρος OGI 702.3 (II d.C.), cf. PAgon.9.4, BGU 362.4.12 (ambos III d.C.), IAphrodisias 2.9 (III/IV d.C.), PMasp.19.29 (VI d.C.), ὑπὲρ τῆς τῶν Σεβαστῶν αἰωνίου διαμονῆς SEG 32.672 (Tracia II d.C.), πρὸς τὴν αἰώνιον διαμονὴν τῆς εὐσεβίας τῶν θεῶν IStratonikeia 1101.30 (II d.C.), ἡ ἄφθαρτος δ. ἐκείνων (τῶν θεῶν) D.Chr.38.11, τοὺς συνδέσμους φήσουσι τῶν ἀτόμων ... αἰτίους ... τῆς περὶ τὴν διαμονὴν διαφορᾶς ref. a teorías epicúreas, Dion.Alex.Fr.3
•abs. τελείωσις καὶ δ. Epicur.Ep.[3] 89, ἡ δὲ δ. αἰώνιος de una pirámide, D.S.1.63, cf. 17.71, ἄλυτος Procl.Inst.129, δ. καὶ ἀσφάλεια Horap.2.10, cf. IG 22.1055.20 (II/I a.C.), σύστασις καὶ δ. Plot.2.1.2, en plu., Phld.D.3.8.22.
2 preservación, conservación c. gen. obj. ὑγίεια ἡ τοῦ εἴδους δ. Pythag.C 3, τῶν δὲ σπερμάτων Thphr.HP 7.5.5, cf. CP 1.22.7, (τῶν καρπῶν) I.BI 7.298, ἀνθρώπων Aristeas 283, πατὴρ ἐκγόνων ... στοχάζεται τῆς διαμονῆς Ph.1.2, πρὸς σωτηρίαν οἴνου καὶ διαμονήν Plu.2.676b, ὁ προσκείμενος τῷ μνημείῳ τόπος, οὗ τῆς διαμονῆς ... προνοήσουσιν οἱ κληρονόμοι μου ISmyrna 246.3 (II d.C.), τοῦ κράτους αὐτοῦ D.C.61.21.1, τῆς ἀληθείας Clem.Al.Strom.7.3.20, ὑπὲρ τῆς τοῦ αὐτοκράτορος ... ὑγείας καὶ ... διαμονῆς ὅλου τοῦ οἴκου αὐτοῦ por la salud del emperador y la salvaguardia de toda su casa, IG 12(5).659.5 (Siro II d.C.), cf. SEG 31.1124 (Frigia II d.C.), IPDésert 12.7 (III d.C.), IEphesos 301.3 (III d.C.), IG 22.5205.1 (IV d.C.), abs. σωτηρία καὶ δ. Ocell.11, Porph.Abst.3.18.
3 concr. estancia, residencia βεβαία δ. Cyr.Al.M.69.1145B, ἀπόθεσίς ἐστι καὶ δ. Procop.Gaz.M.87.1761A.
German (Pape)
[Seite 590] das Ausharren, die Dauer; σπέρματος, Theophr.; αἰώνιος πυραμίδων, D. Sic. 1, 63; ὁμολογιῶν, 12, 13; Beständigkeit, Plut. Num. 14.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμονή -ῆς, ἡ [διαμένω] het voortduren, het voortbestaan.
Russian (Dvoretsky)
διαμονή: ἡ устойчивость, постоянство, продолжительность (τοῦ ἐμφύτου πνεύματος Arst.; βεβαιότης καὶ δ. Plut.): δ. αἰώνιος Diod. вечность.
Greek (Liddell-Scott)
διαμονή: ἡ, (διαμένω) διάρκεια, Ἀριστ. π. Πνευμ. 1, 1, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 5, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2347. 4.
Greek Monolingual
η (AM διαμονή) διαμένω
1. διαβίωση σε έναν τόπο, παραμονή
2. τόπος διαμονής, κατοικία
3. διαμονητήριο
αρχ.
1. διάρκεια
2. διατήρηση, εναποθήκευση
3. (για θεούς) διαρκής ύπαρξη.