Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
subs.
P. κιβδηλεία, ἡ.
Corruption: P. and V. διαφθορά, ἡ.