διαφθορά

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφθορά Medium diacritics: διαφθορά Low diacritics: διαφθορά Capitals: ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Transliteration A: diaphthorá Transliteration B: diaphthora Transliteration C: diafthora Beta Code: diafqora/

English (LSJ)

Ion. διαφθορή, ἡ, (διαφθείρω)
A destruction, ruin, ἐπὶ διαφθορᾷ τῆς πόλεως Th.8.86; ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ Hdt.4.164; μέχρι διαφθορᾶς Pl.Mx.242d: pl., S.OT573, etc.
2 destruction, blight, of things, τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθοράς = the bloody destruction of your eyes Id.OC552; διαφθορὰ μορφῆς = disfigurement of bodily shape A.Pr.643.
3 in moral sense, corruption, seduction, διαφθορὰ νέων X.Ap.19; διαφθορὰ κριτῶν Arist. Rh.1372a34 (pl.).
4 miscarriage, abortion, Hp.Mul.1.3, Coac. 505, Melanges Holleaux 265 (ii/i B. C.).
5 stomachic disorder, Aret.CA1.5.
II concrete, ἰχθύσιν διαφθοράν = a prey for fishes, of a corpse, S.Aj.1297; πολεμίοις ὕβρισμα καὶ διαφθορά E.HF459.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. διαφθορή Hdt.4.164, Hp.Mul.1.3
I 1destrucción, ruina, perdición μορφῆς de Ío, A.Pr.643, αἱ αἱματηραὶ ὀμμάτων διαφθοραί ref. Edipo, S.OC 552, cf. E.Ph.870, Paus.3.19.13, Amph.Seleuc.112, τῆς πόλεως Th.8.86, τῆς χώρας D.S.11.83, ἡ δ. τῇ νηὶ συνέβη D.34.10, τῶν ἔργων Plb.1.48.3, τοὺς ... ἐς Κύπρον ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ Hdt.l.c., κακία καὶ δ. D.H.6.38, Aristid.Quint.90.28, cf. E.Io 617, Pl.Mx.242d, X.Cyn.6.3, Arist.Metaph.1051a21, Plb.11.4.4, Philostr.VA 1.22
muerte, pérdida Λαΐου S.OT 573, αὐτοῦ Antipho 3.2.10, τῶν ἡγεμόνων Str.13.3.1.
2 putrefacción, corrupción ἐν τοῖς σπέρμασιν Thphr.CP 4.4.7, ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν Act.Ap.2.31, de la sangre, Claud.Herm.Mul.256
del cuerpo después de la muerte, de donde fig. pudridero, fosa, tumba σῶσον ψυχήν μου τοῦ μὴ ἐλθεῖν εἰς διαφθοράν salva a mi alma de ir a la fosa LXX Ib.33.28, cf. Ps.15.10, 29.10.
3 aborto Hp.l.c., Coac.505, Arist.HA 583b12, ID 2530.6 (II a.C.).
4 desarreglo, desorden de un proceso fisiológico natural, Aret.CA 1.5.2.
II fig.
1 sent. moral corrupción δ. τῶν συγγιγνομένων ref. los sofistas, Pl.Men.91c, cf. Grg.484c, νέων X.Ap.19, τῶν Ἑλλήνων Din.2.24, κριτῶν Arist.Rh.1372a34, τῶν ἡγεμόνων Plb.5.60.10, εἰς μεγάλην διαφθορὰν προελήλυθεν ἡ πάνδημος αὕτη μουσική Aristox.Fr.124, τοῦ πρὸς ἀλήθειαν βίου Ph.2.378, cf. Str.6.4.2, Plu.Agis 3, D.Chr.31.153, D.C.42.20.5, Philostr.Gym.45
violación τῶν δογμάτων Thdt.Is.18.154.
2 estupro, violación τῶν παρθένων Luc.Cat.27
pérdida de la virginidad (τὴν ἱέρειαν) αἰτίαν δὲ διαφθορᾶς εἶχεν Hdn.1.11.4
δ. τοῦ γάμου ref. al adulterio, Ph.2.551.
III presa c. dat. ἰχθύσιν S.Ai.1297, πολεμίοις ... ὕβρισμα κἀπίχαρμα καὶ δ. E.HF 459.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, 1) die Vernichtung, der Untergang; ἐφῆκεν ἰχθύσιν Soph. Ai. 1297; ὀμμάτων, Blendung, O. C. 552; Λαΐου, Ermordung, O. R. 573; δεργμάτων Eur. Phoen. 877; τῆς πόλεως Thuc. 8, 86; μέχρι διαφθορᾶς πολεμεῖν Plat. Menex. 242 d. – 2) Verschlechterung, Verderbniß, τῆς μορφῆς Aesch. Prom. 643; Plat. Soph. 228 a; νέων, Verführung, Xen. Apol. 19; κριτῶν, Bestechung, Arist. rhet. 1, 12; Pol. 5. 60; auch = Schändung, Hdn. 1, 11, 12. – 3) Abortiren, Medic.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. 1 destruction, perte, ruine ; poét. au plur. διαφθοραὶ Λαΐου SOPH meurtre de Laïos ; ὀμμάτων διαφθοραί SOPH perte de la vue;
2 action de corrompre : τῶν νέων XÉN, κριτῶν ARSTT les jeunes gens, des juges;
II. ce qui est détruit ; proie (pour les poissons), en parl. d'un cadavre;
NT: corruption.
Étymologie: διαφθείρω.

English (Strong)

from διαφθείρω; decay: corruption.

English (Thayer)

διαφθορᾶς, ἡ (διαφθείρω), corruption, destruction; in the N.T. that destruction which is effected by the decay of the body after death: Winer's Grammar, § 65,10), see εἰδῶ, I:5 and ὑποστρέφω, 2. (the Sept. for שָׁחַת; in Greek writings from Aeschylus down.)

Greek Monolingual

η (ΑΝ)
1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών
2. δωροδοκία, δεκασμός
νεοελλ.
(για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση
αρχ.
1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.)
2. έκτρωση, αποβολή («δυοῖν παίδων μητέρα, τεθνηκυῖαν δὲ ἐκ διαφθορᾱς», Φάλαρις, επιστολογράφος)
3. στομαχική ανωμαλία
4. (σε παθ. σημ.) λεία, βορά («πολεμίοις ὕβρισμα καὶ διαφθορά», Ευρ., Ηρακλής μαινόμενος).

Greek Monotonic

διαφθορά: Ιων. -ρή, ἡ,
I. 1. καταστροφή, εξολόθρευση, σήψη, θάνατος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με ηθική σημασία, δωροδοκία, διαφθορά, εξαπάτηση, τῶν νέων, σε Ξεν.
II. με Παθ. σημασία, ἰχθύσιν διαφθ., βορά τροφή για τα ψάρια, σε Σοφ.· πολεμίοις δ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διαφθορά:
1 разрушение, разорение (τῆς πόλεως Thuc.);
2 повреждение, обезображивание, порча (τῆς μορφῆς Aesch.);
3 уничтожение, истребление (πρὸς τοὺς βαρβάρους μέχρι διαφθορᾶς πολεμεῖν Plat.): Λαΐου διαφθοραί Soph. убийство Лаия; διαφθοραὶ ὀμμάτων Soph. или δεργμάτων Eur. лишение зрения, ослепление;
4 развращение, совращение (τῶν νέων Xen.);
5 подкуп (διαφθοραὶ κριτῶν Arst.);
6 порочность (τὰς ψυχὰς διαφθορᾶς ἀναπιμπλάναι Plut.);
7 тело, бросаемое на съедение (ἐφεῖναί τινα ἰχθύσιν διαφθοράν Soph.): ὕβρισμα καὶ διαφθοράν τινι Eur. на посмеяние и на растерзание кому-л.

Middle Liddell

[from διαφθείρω n
I. destruction, ruin, blight, death. Hdt., Attic
2. in moral sense, corruption, τῶν νέων Xen.
II. in pass. sense, ἰχθύσιν διαφθ. a prey for fishes, Soph.; πολεμίοις δ. Eur.

Chinese

原文音譯:diafqor£ 笛阿-弗拖拉
詞類次數:名詞(6)
原文字根:經過-敗壞
字義溯源:朽壞,毀壞,衰敗;源自(διαφθείρω)=全然敗壞);由(διά)*=通過,全然)與(φθείρω)*=毀壞)組成。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(6);徒(6)
譯字彙編
1) 朽壞(6) 徒2:27; 徒2:31; 徒13:34; 徒13:35; 徒13:36; 徒13:37

English (Woodhouse)

corruption, destruction, ruin, seduction, a prey for, act of disfiguring, oorruption, person preyed on, ruining, thing preyed on

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

pernicies, destruction, ruin, 8.86.3,
strages, slaughter, carnage, 8.98.2.

Translations

tomb

Albanian: varr; Arabic: قَبْر‎, ضَرِيح‎; Egyptian Arabic: تربة‎; Moroccan Arabic: قبر‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܲܒ݂ܪܵܐ‎; Turoyo: ܩܰܘܪܳܐ‎; Armenian: դամբարան; Aromanian: tumbã, murmintu; Azerbaijani: məzar; Bashkir: ҡәбер; Belarusian: грабні́ца, магі́льня; Bulgarian: гробница; Burmese: ဂူ; Catalan: tomba; Chichewa: manda; Chinese Cantonese: 墳墓, 坟墓; Mandarin: 墳墓, 坟墓, 墓葬, 宅兆; Czech: hrobka; Dutch: tombe; Esperanto: tombo; Faliscan: cela; Finnish: hauta, hautakappeli, hautakammio; French: tombe, tombeau; Friulian: tombe; Galician: túmulo, sepulcro, tumba; Georgian: საფლავი; German: Grabmal, Gruft; Greek: τάφος, ταφικό μνημείο; Ancient Greek: ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου; Hindi: क़ब्र; Hungarian: sír; Ido: tombo; Irish: tuama; Italian: tomba; Japanese: 墓, 墳墓; Kazakh: қабір; Khmer: ផ្នូរ, លេណក; Korean: 무덤, 분묘; Kurdish Northern Kurdish: mezel; Kyrgyz: мүрзө; Lao: ຂຸມຝັງສົບ, ຂຸມຜີ, ຂຸມເຮ່ວ; Latin: bustum; Macedonian: гробница; Malay: makam; Maore Comorian: kaɓuri; Maori: toma, toma tūpāpaku; Mongolian: бунхан; Norman: sépultuthe; Occitan: tomba; Persian: مزار‎, آرامگاه‎,قبر‎; Polish: grobowiec; Portuguese: túmulo, tumba, jazigo; Romanian: mormânt; Russian: гробница, склеп; Sardinian: molimentu, morimentu, molumentu, mulimentu, murimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̏бница; Roman: grȍbnica; Slovak: hrobka; Slovene: grobnica; Sorbian Lower Sorbian: rownišćo, krypta; Spanish: tumba; Tajik: мақбара, қабр; Tetum: rate; Thai: ที่ฝังศพ; Turkish: mezar; Ugaritic: 𐎃𐎌𐎚; Ukrainian: гробниця; Urdu: قبر‎; Uzbek: maqbara, qabr; Vietnamese: mộ, lăng tẩm, phần mộ; Walloon: tombe; Welsh: bedd, beddrod; Yámana: wannače; Zazaki: mezel

seduction

Armenian: գայթակղում, գայթակղություն; Bulgarian: съблазняване, прелъстяване; Catalan: seducció; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: svádění; Danish: forføring; Dutch: verleiding; Finnish: houkuttelu, viettely; French: séduction; Galician: sedución; German: Verführung; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: αποπλάνηση, ξελόγιασμα; Ancient Greek: διαφθορά, διαφθορή, ἠπερόπευμα, θέλγητρον, μαγγάνευμα, οἰκοφθορία, ὄλεθρος, παραγωγή, ὑπονόθευσις, ὑποφθορά, φθορά, φθορή; Japanese: 誘惑; Korean: 유혹; Latin: inlectamentum; Malay: penggodaan; Maori: hīangatanga; Plautdietsch: Vefierunk; Polish: uwodzenie; Portuguese: sedução; Russian: обольщение, совращение, соблазн; Spanish: seducción; Telugu: ప్రలోభము; Vietnamese: sự quyến rũ, sự dụ dỗ

destruction

Arabic: تَدْمِير‎, هَدْم‎, تَلَف‎; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה‎, הרס‎, הַשְׁמָדָה‎, חֻרְבָּן‎; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن‎, وێرانی‎; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب‎; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום

rape

Afrikaans: verkragting; Albanian: përdhunim; Arabic: اِغْتِصَاب; Armenian: բռնաբարություն; Assamese: ধৰ্ষণ, বলাৎকাৰ; Azerbaijani: zorlama; Belarusian: згвалтаванне; Bengali: ধর্ষণ; Bulgarian: изнасилване; Burmese: မုဒိမ်း; Catalan: violació; Chinese Mandarin: 強姦/强奸; Czech: znásilnění; Danish: voldtægt; Dutch: verkrachting; Esperanto: seksatenco, seksperforto, stupro; Estonian: vägistamine, vägistus; Faroese: neyðtøka; Finnish: raiskaus, väkisinmakaaminen; French: viol; Galician: rauso, estrupo, esforcexo; Georgian: გაუპატიურება; German: Vergewaltigung, Schändung, Notzucht; Greek: βιασμός; Ancient Greek: ἀπαγωγή, ἁρπαγή, ἁρπαγμός, ἁρπασμός, βία, βιασμός, βίη, γάμος, ὕβρις; Hebrew: אֹנֶס / אונס; Hindi: बलात्कार, मानभंग, तजावुज, बलात्संग, धर्षण, रेप; Hungarian: erőszakos közösülés, megerőszakolás, nemi erőszak; Icelandic: nauðgun; Indonesian: pemerkosaan, perkosaan; Ingrian: raisata; Interlingua: stupro, violation; Irish: éigniú; Italian: stupro; Japanese: 強姦, 手込め, レイプ; Kazakh: зорлау, күштеу; Khmer: ការធ្វើបាប; Korean: 강간, 성폭행; Kyrgyz: зордуктоо, басымчалоо; Lao: ຂົ່ມຂືນ, ການຂົ່ມຂືນ; Latin: raptus; Latvian: izvarošana; Lithuanian: išprievartavimas; Macedonian: силување; Malay: rogol; Malayalam: ബലാത്സംഗം; Maltese: stupru; Maori: pāwhera; Marathi: बलात्कार; Mongolian Cyrillic: хүчиндэх, нөжидлэх; Mongolian: ᠬᠦᠴᠦᠨᠳᠡᠬᠦ, ᠨᠥᠵᠢᠳᠯᠡᠬᠦ; Norman: viol; Norwegian Bokmål: voldtekt; Nynorsk: valdtekt; Occitan: viòl; Old English: nīedhǣmed; Persian: تجاوز جنسی, تجاوز; Polish: gwałt inan; Portuguese: estupro, violação; Punjabi: ਜਬਰ ਜ਼ਨਾਹ, ਬਲਾਤਕਾਰ; Romanian: viol; Russian: изнасилование; Scottish Gaelic: èigneachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: си̏лова̄ње; Roman: sȉlovānje; Sindhi: زوريء زنا; Slovak: znásilnenie; Slovene: posilstvo; Spanish: violación, estupro; Swahili: ubakaji; Swedish: våldtäkt; Tagalog: panggagahis, panggagahasa; Tajik: таҷовуз; Telugu: మానభంగం; Thai: ข่มขืน, การข่มขืน; Turkish: ırza tecavüz, ırza geçme, tecâvüz, göğen; Turkmen: zorlama; Ukrainian: зґвалтування; Urdu: زْیادتی, ریپ; Uzbek: zoʻrlash; Vietnamese: cưỡng hiếp, hiếp dâm, hãm hiếp; Welsh: trais; Yiddish: פֿאַרגעוואַלדיקונג, שענדונג