θηριόστερνος
From LSJ
μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
Greek (Liddell-Scott)
θηριόστερνος: -ον, ἔχων στέρνον θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.
Greek Monolingual
θηριόστερνος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καρδιά θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύστερνος, λασιόστερνος].