ιππόκροτος
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
ἱππόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνόκροτος, ποσσίκροτος].