μελισσόπουλο
Greek Monolingual
το
νεαρή μέλισσα («περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + υποκορ. κατάλ. -πουλο (πρβλ. βασιλόπουλο)].
το
νεαρή μέλισσα («περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + υποκορ. κατάλ. -πουλο (πρβλ. βασιλόπουλο)].