θηριόδηκτος

Revision as of 00:04, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, bitten by a wild beast, esp. by a serpent, Damocr. ap.Gal.14.122, Dsc.1.103, 4.24.

German (Pape)

[Seite 1209] von Thieren, bes. Schlangen gebissen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ἀγρίου θηρίου, ἰδίως ὑπὸ ὄφεως, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 902, Διοσκ. 4. 24· -δηκτικός, ή, όν, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

θηριόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιόδηκτος, κυνόδηκτος].