encouragement
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Boldness: P. and V. θράσος, τό, θάρσος, τό. Exhortation: P. παρακέλευσις, ἡ, παράκλησις, ἡ, ἐπικέλευσις, ἡ, διακελευσμός, ὁ, V. παρακέλευσμα, τό.
subs.
Boldness: P. and V. θράσος, τό, θάρσος, τό. Exhortation: P. παρακέλευσις, ἡ, παράκλησις, ἡ, ἐπικέλευσις, ἡ, διακελευσμός, ὁ, V. παρακέλευσμα, τό.