θράσος

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾰ́σος Medium diacritics: θράσος Low diacritics: θράσος Capitals: ΘΡΑΣΟΣ
Transliteration A: thrásos Transliteration B: thrasos Transliteration C: thrasos Beta Code: qra/sos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (θρασύς)
A = θάρσος (q.v.), courage, Il.14.416, A. Pers.394, E.Med.469, Ar.Lys.545 (lyr.); θράσος πολέμων courage in war, Pi.P.2.63; θράσει = boldly, B.16.63; but more freq. ἰσχύος θράσος confidence in strength, S.Ph.104.
II in bad sense, overboldness, rashness, insolence, ἐς τοῦτο θράσεος (v.l. θάρσεος) ἀνήκει Hdt.7.9.<b γ', cf. A.Pr.42, D.21.194, etc.; παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag.169(lyr.), cf. Pers.831; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant.853(lyr.); τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει Id.Aj.46; πεπύργωσαι θράσει E.Or.1568; πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ar. Eq.331, cf. 637; θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Th.1.120; τοῦ θράσους ἐπισχεῖν τινα Pl.Hp.Ma.298a; τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ θράσος Id.Lg.701b; ἀναίδεια καὶ θράσος Aeschin.1.189; opp. αἰδώς, Arist.Cael.291b26; θράσος μὲν γάρ ἐστιν ἄλογος ὁρμή, θάρσος δὲ ἔλλογος ὁρμή Ammon.Diff.p.71 V.; οἷον πέπονθε τὸ θάρσος πρὸς τὸ θράσος Arist.EE1234b12, cf. Eus.Mynd.56, Luc.Musc.Enc.5.—This distinction holds good in Att. Prose: θάρσος is not found in Com.; θαρσύνω and θρασύνω are used indifferently; θρασέω and θαρσύς are not found; cf. θρασύς fin., θρασύτης.

German (Pape)

[Seite 1216] τό, eigtl. dasselbe, was θάρσος, aus dem es durch Metathesis entstanden ist, also Muth, Unerschrockenheit; τὸν δ' οὔ περ ἔχει θράσος Il. 14, 416; Pind. P. 2, 63. 83; Soph. El. 983 Tr. 723; ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει Aesch. Prom. 863 u. öfter. – Gew. aber, wenigstens nach der Untetscheidung der Gramm. (vgl. Schol. Ap. Rh. 2, 77), in tadelnder Bedeutung gebraucht, übertriebener od. vergeblicher Muth, Tollkühnheit, Verwegenheit, Frechheit; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; El. 616; neben τόλμα Ai. 46; θεοβλαβοῦνθ' ὑπερκόμπῳ θράσει Aesch. Pers. 817; παμμάχῳ θράσει βρύων Ag. 163; πεπύργωσαι θράσει Eur. Or. 1568; ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους Ar. Equ. 429; auch in Prosa, obwohl seltener; Plat. Legg. III, 701 b; der ἀναίδεια entsprechend, Aesch. 1, 189; vgl. Thuc. 2, 40; den Unterschied hervorhebend sagt Luc. οὐδἐ γὰρ θράσος, ἀλλὰ θάρσος φησὶν Ὅμηρος αὐτῇ (τῇ μυίᾳ) προσεῖναι, Musc. enc. 5.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. en b. part;
1 résolution, courage;
2 confiance : τινός en qch;
II. d'ord. en mauv. part témérité, audace, impudence : εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει HDT il en est venu à ce degré d'audace ; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους SOPH en étant venue au dernier degré d'audace.
Étymologie: cf. θάρσος.

Russian (Dvoretsky)

θράσος: εος (ᾰ) τό
1 храбрость, отвага (ἀνδρία δύναμιν ἔχουσα θ. ἐστίν Arst.): θ. πολέμων Pind. воинская храбрость; θ. ἰσχύος Soph. смелая уверенность в своих силах;
2 преимущ. дерзость, наглость (αἰδὼς μᾶλλον ἢ θ. Arst.): προβαίνειν ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους Soph. дойти до крайней дерзости; ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους Arph. я отучу тебя от наглости.

Greek (Liddell-Scott)

θράσος: ᾰ, εος, τό, (θρασὺς) = θάρσος (ὃ ἴδε), θάρρος, τόλμη, Ἰλ. Ξ. 416, Πίνδ. Π. 5. 148, Αἰσχύλ. Πέρσ. 394, Σοφ. Φ. 104, Ἠλ. 479, Εὐρ. Μηδ. 469, ἔνθα ἴδε τὸν Elmsl.∙ θρ. πολέμων, θάρρος ἐν πολέμῳ, Πίνδ. Π. 2. 116∙ θρ. ἰσχύος, πεποίθησις ἐπὶ τῆς ἰσχύος, Σοφ. Φ. 104∙ θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Θουκ. 1. 120. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὸν θάρρος, θρασύτης, ὁρμητικότης, αὐθάδεια, εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 42, κτλ.∙ παμμάχῳ θράσει βρύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 168, πρβλ. Πέρσ. 831∙ προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853∙ τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 46∙ πεπύργωσαι θράσει Εὐρ. Ὀρ. 1568∙ πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ἀριστοφ. Ἱππ. 331, πρβλ. 637∙ τοῦ θράσους ἐπισχέσθαι τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζονι 298Α∙ τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ θράσος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701Β∙ θρ. καὶ ἀναίδεια Αἰσχίν. 27. 1, κτλ. - Βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. καὶ ἄλλων ὅτι τὸ μὲν θάρσος ἢ θάρρος κυρίως ἐσήμαινε θάρρος, τόλμην, γενναιότητα, τὸ δὲ θράσος ἀπερίσκεπτον τόλμην (θράσος μὲν γάρ ἐστιν ἄλογος ὁρμή, θάρσος δὲ ἔλλογος ὁρμή). Ἡ διάκρισις αὕτη βεβαίως ὑπάρχει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., πρβλ. θρασύς Ι. 2· ἀλλ’ ὁ Ὁμ. χρῆται τῇ λ. θάρσος ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν, τῇ δὲ θράσος ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ θάρσος. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι θράσος ἀντὶ θάρσος χάριν τοῦ μέτρου. Ἐκ τῶν ἐπιθ. καὶ ἐπιρρ. τύπων, τὸ θρασύς εἶνε σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει, τὸ δὲ θαρσύς μόνον παρὰ μεταγεν.· τὸ θαρσέω ἢ θαρρέω δὲν ἔχει ἀντίστοιχον τύπον θρασέω, τὰ δὲ θαρσύνω καὶ θρασύνω φαίνεται ὅτι εἶναι ἐν χρήσει ἀδιαφόρως.

English (Autenrieth)

=θάρσος, Il. 14.416†.

English (Slater)

θρᾰσος boldness νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων (P. 2.63) οὔ οἱ μετέχω θράσεος (P. 2.83) γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 8.

Greek Monolingual

(I)
το (ΑΜ θράσος)
η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος
μσν.
δύναμη, κυρίως η πηγή απ' όπου αντλείται η δύναμη
μσν.-αρχ.
τόλμη, αφοβία, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία, περιφρόνηση του κινδύνου
αρχ.
1. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) θράσει
θρασέως, με τόλμη, άφοβα
2. φρ. α) «θράσος πολέμων» — πολεμικό θάρρος, περιφρόνηση τών πολεμικών κινδύνων
β) «ἰσχύος θράσος» — η αυτοπεποίθηση που στηρίζεται πάνω στη δύναμη, η αλαζονεία της δυνάμεως, η «ὕβρις» που απορρέει από την ισχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θράσος, όπως εξάλλου και ο τ. θάρσος (βλ.λ.), προήλθε υστερογενώς από το αρχικό θέρσος, αναλογικά προς το επίθ. θρασύς].
(II)
και χράσος, -α, -ο
1. (για τροφές) άνοστος, σάπιος («θράσο κρέας»)
2. (για ανθρώπους) αχαΐρευτος, άχρηστος, ανώφελος
3. φρ. «πήγε θράσος» — χάθηκε μάταια, ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασός< αρχ. σαθρός, με μετάθεση].

Greek Monotonic

θράσος: [ᾰ], -εος, τό (θρασύς
I. = θάρσος, κουράγιο, τόλμη, σθένος, θάρρος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· θράσος ἰσχύος, πεποίθηση, πίστη στη δύναμη, σε Σοφ.
II. με αρνητική σημασία, υπερβολικό θάρρος, αυθάδεια, θρασύτητα, ορμητικότητα, απερίσκεπτη τόλμη, αναίδεια, σε Αττ., Ηρόδ.

Frisk Etymological English

θρασύς See also: s. θάρσος.

Middle Liddell

θρᾰ́σος, εος, θρασύς = θάρσος,]
I. courage, boldness, Il., Soph.; θρ. ἰσχύος confidence in strength, Soph.
II. in bad sense, over-boldness, daring, rashness, audacity, impudence, Attic, Hdt.

Frisk Etymology German

θράσος: θρασύς
{thrásos}
See also: s. θάρσος.
Page 1,679

English (Woodhouse)

boldness, confidence, courage, daring, effrontery, impertinence, rashness, self-reliance, self-assertion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=τόλμη, μέ κακή σημασία αὐθάδεια). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: θαρσέω -ῶ, θαρσαλέος καί θαρραλέος, θάρσησις, θαρσητέον, θαρσητικός, θαρσούντως καί θαρρούντως, θάρσυνος, θαρσύνω καί θρασύνω, θρασύς, θρασύτης, Θερσίτης. (=τόλμη, ὑπερβολικό θάρρος). Ἀντί τοῦ θάρσοςθάρρος, ὅπου δές γιά παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

audacia, daring, boldness, 1.120.4, 2.40.3, 4.92.5, 7.21.3.

Translations

impudence

Bulgarian: нахалство, дъ́рзост, безочие; Catalan: impudència; Czech: drzost, nestydatost; Dutch: onbeschoftheid, onbeschaamdheid; Finnish: röyhkeys, häpeämättömyys, julkeus; French: impudence; Galician: impudencia; German: Flegelei, Frechheit, Unverschämtheit, Vermessenheit; Greek: θράσος; Ancient Greek: ἀδιατρεψία, ἀναιδεία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναιδία, ἀναισχυντία, ἀσχημοσύνη, αὐθάδεια, αὐθαδία, βδελυρία, θάρρος, θέρσος, θράσος, λαμυρία, μοθωνία, παρρησία, τὸ ἀδυσώπητον, τὸ ἀναιδές; Hebrew: עזות-מצח‎; Interlingua: impudentia; Irish: brusaireacht, gearr-aighneas, dailtíneacht; Italian: impudenza, sfrontatezza; Norwegian Bokmål: frekkhet, uforskammethet; Persian: بی‌ادبی‎; Polish: arogancja, bezczelność, bezwstydność, hucpiarstwo, impertynenckość, zuchwalstwo, zuchwałość; Portuguese: impudência; Romanian: obrăznicie, impudoare, impudență; Russian: наглость, дерзость, нахальство; Scottish Gaelic: sgimilearachd; Spanish: impudencia, descaro, desenvoltura; Turkish: arsızlık

courage

Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة‎, جَسَارَة‎; Egyptian Arabic: جسارة‎; Hijazi Arabic: شجاعة‎; South Levantine Arabic: شجاعة‎; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ‎; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت‎, جرات‎, جسارت‎, شجاعت‎; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس‎, ہمت‎; Uyghur: جاسارەت‎; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט‎; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi