τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
subs.
Curse: P. and V. ἀρά, ἡ, V. κατεύγματα, τά. Detestation: P. and V. μῖσος, τό, ἔχθρα, ἡ, ἔχθος, τό; see hatred. Object of execration: V. ἔχθος, τό, μῖσος, τό, μίσημα, τό, στύγος, τό. στύγημα, τό. ἀπέχθημα, τό.