frown
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English > Greek (Woodhouse)
subs.
V. ὀφρύων νέφος, τό, στυγνὴ ὀφρύς, ἡ, σύστασις φρενῶν, ἡ τὸ συνεστὸς φρενῶν, P. and V. τό σκυθρωπόν. Relax your frown: V. μεθές νυν ὀφρύν (Eur., I.A. 648). v. intrans. Ar. ὀφρῦς συνάγειν, V. ὄμματα συννεφεῖν. Look gloomy: Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν. Frown on: met., Ar. and P. ἀγανακτεῖν (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.).