σύστασις
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
συστάσεως, ἡ, (συνίστημι)
A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων σύστασιν Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα σύστασις Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27; σύστασις τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας (ἀπέδωκεν) εἰς σύστασιν Πτολεμαίῳ Γλαυκίου UPZ20.23 (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.
2 communication between a man and a god, ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.
3 protection, ἵνα διὰ τῆς σῆς δεξιᾶς ᾖ μοι σ. PSI6.717.12 (ii A.D.).
II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14; σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10; πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62 (vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).
B (συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict, ἐν τῇ συστάσει μάχεσθαι Hdt.6.117, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ συστάσεις Pl.Lg.833a; ἡ ἐκ συστάσεως μάχη Hdn.4.15.3; ὅταν . . σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body, καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti.89a; καταστεῖλαι τὴν σύστασιν τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll. ap. Orib.6.26.5; σύστασις ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξύστασις τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71; μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp.983; so ἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17 vulg. (f.l. for τάσις).
2 meeting, accumulation, e.g. of humours, σύστασις οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac.233; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., λόγων Pl.R.457e; combination, τραγῳδίαν . . εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d.
3 knot of men assembled, E.Andr.1088 (pl.), Heracl.415 (pl.); κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.
b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ συστάσεις national unions, Plb.23.1.3; κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7.
c contingent of four light-armed λόχοι (32 men), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.3, Ael.Tact.16.1.
4 friendship or alliance, Plb.1.78.2; πρός τινας Id.3.78.2; conspiracy, ἐπί τινα Plu.Pyrrh.23.
II composition, structure, constitution of a person or a thing, τῶ κόσμω Ti.Locr.99d, cf. Pl.Ti.32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp.188a, Ti.36d; of the parts of an animal, Arist.PA646a20, GA744b28, al.; σώματος Sor.1.111; τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35 G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν σύστασις Pl.Ti.75b; φυσικὴ σύστασις Arist. Cat.9b18; ἡ σύστασις τῆς πόλεως Id.Pol.1295b28, cf. 1332a30; τῶν πραγμάτων Id.Po.1450a15; τοῦ μύθου ib.1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31; τὴν σύστασιν ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361 S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysippus; προσώπου σύστασις expression of face, Plu.Per.5.
b abs., political constitution, Pl.R.546a, Lg. 702d, etc.
c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of... PGiss.56.7 (vi A.D.).
2 coming into existence, formation, νόσων Pl.Ti.89b, cf. c; πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg.782a; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων σύστασις D.S.1.7, cf. Plu.2.427b; τὴν σύστασιν λαμβάνειν Arist.HA547b14, Plb.6.4.13, etc.; of a river, τὴν ἀρχὴν τῆς συστάσεως λαμβάνειν Id.9.43.1; σύστασις ἐπιβουλῆς Id.6.7.8.
3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ σύστασις, opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58; σύστασις καὶ πῆξις Plu.2.130b; degree of solidity, consistency, σπέρμα . . τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σύστασιν ἔχον Sor.1.46, cf. 58; solid knot or lump, [μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88; μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134, cf. 6.249, Dsc.3.7; τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σύστασιν μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761; λεαίνεται μέχρι συστάσεως Orib.Fr.55.
4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς συστάσεως Arist.PA654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ συστάσεις Arist.HA519b19.
German (Pape)
[Seite 1044] ἡ, 1) das Zusantmenstellen, Zusammenbringen, Versammeln, Vereinigen. – 2) das Zusammensetzen, Verfertigen, Anordnen; ἡ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ σύστασις, Plat. Conv. 188 a; πραγμάτων, im Gedicht, Arist. poet. 14; προσώπου, das Zurechtlegen des Gesichts, wenn man es in Falten legt, um ihm eine unveränderlich ernste Haltung zu geben, Plut. Pericl. 5; τῆς ἐπιβουλῆς, der zur Nachstellung entworfene Plan, Pol. 6, 7, 8. – Auch das Zusammenführen mit einem Andern, Vorstellung, Empfehlung, Plut. Them. 27. – 3) das Zusammentreten, die Versammlung, Verbindung, sowohl durch Freundschaft, als in böser Absicht, Zusammenrottung, Aufstand, Dem. 45, 67; πρός τινα, Pol. 3, 78, 2 u. öfter. – Auch das Zusammentreffen im Kampfe, die Schlacht selbst, Her. 6, 117. 7, 167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ σύστασις, Plat. Legg. VIII, 833 a; auch γνώμης, Aufregung, Bangigkeit, Thuc. 7, 71, wie φρενῶν, Eur. Hipp. 983 (s. συνίστημι). – 4) das Bestehen, Beschaffenheit, Zustand, bes. dauernder, von Staaten, οὐδ' ἡ τοιαύτη ξύστασις ἅπαντα μενεῖ χρόνον, Plat. Rep. VIII, 546 a; τοῦ κόσμου, Tim. 32 e; πόλεων, Legg. VI, 782 a; τῆς πολιτείας, Verfassung, Pol. 6, 43, 5 u. oft; die nach einem Aufruhr wieder hergestellte Einigkeit der Bürger, Isocr. u. sonst; Pol. vrbdt εἰληφέναι τήν τε σύστασιν καὶ τὴν αὔξησιν, 6, 4, 13.
French (Bailly abrégé)
συστάσεως (ἡ) :
I. 1 action de rassembler, d'organiser, de disposer en gén. : σύστασις προσώπου PLUT action de composer son visage;
2 action d'établir, de donner de la consistance à ; garantie, témoignage, recommandation : πρός τινα auprès de qqn;
II. action de se rassembler :
1 organisation, arrangement, ordonnance, constitution d'un État, constitution politique;
2 rassemblement de personnes ; particul. rassemblement tumultueux, attroupement séditieux ; au sens polit. association, union ; particul. conspiration;
3 avec idée d'hostilité rencontre, engagement ; combat en gén. ; agitation (de l'esprit);
4 condensation ; en gén. consistance, fermeté, durée, persistance.
Étymologie: συνίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύστᾰσις, συστάσεως, ἡ Att. ook ξύστᾰσις [συνίστημι] Ion. gen. συστάσιος ~ συνίστημι: het bijeen doen staan: introductie, aanbeveling:. τὴν πρὸς αὐτόν ἔντευξιν καὶ σύστασιν zijn kennismaking met en introductie bij hem Plut. Them. 27.8. ~ συνίσταμαι: het bijeen gaan staan samenscholing, groep mensen:; κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι in groepjes bijeenstaand Thuc. 2.21.3; politieke groepering; Isocr. 3.54; samenspanning:. σ.... ἐφ’ αὑτόν samenzwering tegen hem zelf Plut. Pyrrh. 23. conflict, handgemeen:; ἐν τῇ συστάσει μαχόμενον = in het handgemeen meevechtend Hdt. 6.117.2; μάχη καὶ σύστασις = strijd en handgemeen Plat. Lg. 833a; overdr. spanning. ξύστασιν τῆς ψυχῆς εἶχε (het leger op het land) verkeerde in grote geestelijke spanning Thuc. 7.71.1; προσώπου σύστασις een strak gelaat Plut. Per. 5.1. opeenhoping. ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὑγροῦ σ. opeenhoping van koud water en vocht Hp. Vict. 1.10. structuur, samenstelling:. ἡ τοῦ κόσμου σύστασις = de structuur van de kosmos Plat. Tim. 32c; σ. τοῦ σώματος lichamelijke constitutie Plat. Tim. 89a; ἡ σ. τῆς πόλεως de structuur van de staat Aristot. Pol. 1295b28; ποίαν τινὰ δεῖ τὴν σύστασιν εἶναι τῶν πραγμάτων hoe de structuur van de gebeurtenissen moet zijn Aristot. Poët. 1450b22. ontstaan, vorming:. σ. νόσων ontstaan van ziekten Plat. Tim. 89b; πόλεων συστάσεις καὶ φθοραί het ontstaan en verval van steden Plat. Lg. 782a.
Russian (Dvoretsky)
σύστᾰσις: συστάσεως, дор. συστάσιος ἡ
1 составление (τῶν ῥήσεων Plat.): ἡ σ. τῆς ἐπιβουλῆς Polyb. составление плана;
2 сочетание, расположение (τῶν πραγμάτων Arst.);
3 состояние: ξ. τῶν φρενῶν Eur. душевное настроение;
4 развитие, укрепление (αἱ συστάσεις τῶν σωμάτων Plat.);
5 строительство, постройка: λιθολόγοι τινὸς ἀρχόμενοι συστάσεως Plat. каменщики, приступающие к какой-л. постройке;
6 организация, устройство (sc. τῆς πόλεως Plat.): σ. τοῦ κόσμου Plat. и ἡ τῶν ὅλων σ. Diod. мироздание; ἡ τῆς ψυχῆς σ. Plat. душевная организация;
7 склад, характер или выражение: προσώπου σ. Plut. выражение лица;
8 (в драме), стечение обстоятельств, ситуация, Arst.;
9 представление, рекомендация: πατρικὴν ἔχειν σύστασιν Plut. иметь рекомендацию отца; τῷ Θεμιστοκλεῖ ἡ πρὸς τὸν βασιλέα σ. ἐγένετο Plut. Фемистокл был представлен царю;
10 столкновение, стычка, бой, Plat., Plut.: ἐν τῇ συστάσι μάχεσθαι Her. участвовать в сражении; ξύστασιν τῆς γνώμης ἔχειν Thuc. претерпевать душевную борьбу, быть в душевном смятении;
11 состав: ἐξ ὕλης σύστασιν ἔχειν Plut. иметь материальный состав, обладать материальной природой;
12 возникновение, образование (συστάσεις πνευμάτων Diod.): ὁ Εὐφράτης τὴν ἀρχὴν λαμβάνει τῆς συστάσεως ἐξ Ἀρμενίας Diod. Эвфрат берет начало в Армении;
13 соединение, сочетание (ἀμφοτέρων λόγων Plat.): αἱ συστάσεις τῶν ὑδάτων Diod. водоемы;
14 сборище, группа, толпа (πυκναὶ συστάσεις Eur.): κατὰ ξυστάσεις γενέσθαι Thuc. разбиться на группы;
15 политический союз (ἐθνικαὶ συστάσεις Polyb.);
16 дружественная связь, дружба (πρός τινα Plut.);
17 тайный союз, заговор или восстание (ἐπί τινα Plut.);
18 сгущение, уплотнение, отвердение (ὑγρότητος Plut.);
19 твердость, плотность (πῆξις καὶ σ. Plut.);
20 вещество, материя (ἡ ὑγρὰ σ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύστᾰσις: ἡ, (συνίστημι) τὸ ὁμοῦ τιθέναι, σύνθεσις, διοργάνωσις, κατασκευή, ἐπὶ τῶν μελῶν ζῴου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 44, κἑξ., κ. ἀλλ.· ἡ ξ. τοῦ σώματος ἡ διὰ γυμνασίων Πλάτ. Τίμ. 89Α. 2) καθόλου σύνθεσις, σύνταξις, συναρμολόγησις, τῶν ῥήσεων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268D τῶν πραγμάτων Ἀριστ. Ποιητ. 7, 1· τοῦ μύθου αὐτόθι 10. 4· ἀπολ., ἡ πλοκὴ δράματος, αὐτόθι 13, 4· ἡ σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ὁ σχηματισμὸς σχεδίου, Πολύβ. 6. 7, 8· σ. προσώπου, ἐπιμελὴς διευθέτησις, σπουδαία ἢ σοβαρὰ ἔκφρασις τοῦ προσώπου, περὶ τοῦ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 5. ΙΙ. τὸ συνιστᾶν, συσταίνειν, παρουσίασίς τινος πρός τινα, σύστασις, πατρικὴν ἔχων σ. Πολύβ. 1. 78, 1· ἡ πρός τινα σ. ὁ αὐτ. 4. 82, 3, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 5. 2, Θεμιστ. 27. ΙΙΙ. παράστασις, ἀπόδειξις, Ἀλέξ. Ἀφρ. Β). (συνίσταμαι) τὸ ὁμοῦ ἵστασθαι, συνάντησις· μάλιστα ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, μάχη ἐκ τοῦ συστάδην, mêlée (πρβλ. συσταδόν), ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Ἡρόδ. 6. 117, πρβλ. 7. 167· ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ ξ. Πλάτ. Νόμ. 833Α· ἡ ἐκ σ. μάχη Ἡρῳδιαν. 4. 15· ὅταν... σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Πλουτ. Δημήτρ. 16, πρβλ. Αἰμίλ. 20· - μεταφ., σ. γνώμης, ἀγὼν πνευματικός, μεγάλη ἀνησυχία καὶ ἐπιτεταμένη φροντὶς καὶ μέριμνα, Θουκ. 7. 71· οὕτως, ἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Ἱππ. 310. 9. 2) συνάντησις, συνένωσις, συναγωγή, π. χ. ὑγρῶν, Foës. Oecon. Hipp.· ὕδατος, Θεοφρ. π. φυτ. Αἰτ. 5. 14, 5· ἀνέμων, Διόδ. 3. 51· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ τόπου ἔνθα συνάγονται ὕδατα, αὐτόθι 36· - μεταφορ., λόγων Πλάτ. Πολ. 457Ε. 3) συνάντησις, ἕνωσις, ὅμιλος ἀνθρώπων ὁμοῦ συνηγμένων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1088, Ἡρακλ. 415· κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι, συναθροιζόμενοι καθ’ ὁμάδας, Θουκ. 2. 21, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 7, 19, κλπ. β) πολιτικὴ ἕνωσις, γενικωτέρα τοῦ ἑταιρεία καὶ σύνοδος, Ἰσοκρ. 38Α, Δημ. 1122. 5· - ἐθνικαὶ σ., συνελεύσεις ἐθνικαί, Πολύβ. 24. 1, 3· κατὰ συστάσεις κωμάζειν Δίωνος Κ. Ἀποσπ. σ. 60 Urs. 4) φιλία ἢ συμμαχία, πρός τινα Πολύβ. 3. 78, 2· συνωμοσία, ἐπί τινα Πλουτ. Πύρρ. 23. ΙΙ. ἡ σύνθεσις, κατασκευή, σύστασις προσώπου ἢ πράγματος, τοῦ κόσμου Τίμ. Λοκρ. 99D, Πλάτ. Τίμ. 32C· τῶν ὡρῶν, τοῦ κόσμου, τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 188Α, Τίμ. 32C, 36D, κλπ.· ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν ξ. αὐτόθι 75Β· φυσικὴ σ. Ἀριστ. Κατηγ. 8. 13· ἡ σ. τῆς πόλεως ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 11, 8., 7. 13, 9. β) ἀπολ., πολιτικὴ σύστασις, σύνταγμα, Πλάτ. Πολ. 546Α, Νόμ. 702D, κλπ. 2) ὕπαρξις, ἀρχή, νόσων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 89Β, πρβλ. C· ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων σ. Διόδ. 1. 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 427Α, Β· σ. λαμβάνειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Πολυδ., κλπ.· - ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 9. 43, 1. 3) μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, σύστασις φρενῶν, αὐστηρότης, σοβαρότης (πρβλ. συνίστημι Β. IV), Εὐρ. Ἱππ. 983. 4) ἐπὶ διαφόρων σωμάτων, σύμπηξις, ἡ σ. τοῦ ὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Ἱππ. 157D, πρβλ. Πλούτ. 2. 130C· ἔψειν μέχρι συστάσεως Γαλην. 5) οὐσία, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἢ τινος ἄλλης ὑγρᾶς σ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 9, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 696Α· ξηραὶ σ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 2. - Πρβλ. συνίστημι ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
Spanish
comunicación, encuentro, fórmula para conseguir un encuentro, práctica
Greek Monolingual
η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α συνίστημι
1. σύνθεση, κατασκευή
2. συγκρότηση, συναρμολόγηση
3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.)
4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς συστάσεως» β. «σπέρμα... τρυφερὸν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σύστασιν ἔχον», Σωρ.)
5. συστατική εισαγωγή ενός προσώπου από κάποιον, παρουσίαση (α. «έγιναν οι συστάσεις και άρχισε η συζήτηση» β. «τῷ Θεμιστοκλεῖ τὴν πρὸς αὐτὸν [τὸν βασιλέα] ἔντευξιν γενέσθαι καὶ σύστασιν», Πλούτ.)
6. γραπτή ή προφορική βεβαίωση για τις καλές ή κακές ιδιότητες ενός ατόμου ή για την προηγούμενη επίδοση κάποιου στις σπουδές ή στο επάγγελμά του (α. «δεν μπορεί να βρει δουλειά γιατί δεν έχει συστάσεις» β. «πατρικὴν ἔχων σύστασιν», Πολ.)
νεοελλ.
1. υπόδειξη, νουθεσία, συμβουλή («δεν άκουσε τη σύσταση του γιατρού και άρχισε πάλι το κάπνισμα»)
2. παρατήρηση που γίνεται σε κάποιον για τη συμπεριφορά του («αφού τους έγιναν συστάσεις, σταμάτησαν να ενοχλούν»)
3. η διεύθυνση του παραλήπτη επιστολής η οποία αναγράφεται στον φάκελο ή, γενικά, η διεύθυνση κατοικίας
4. η μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων συναπτόμενη συμφωνία για εκτέλεση ορισμένης αξιόποινης πράξης
5. στρ. άτακτη και ταχύτατη συγκέντρωση τών ανδρών μικρής μονάδας γύρω από τον διοικητή της, με σκοπό την απόκρουση αιφνιδιαστικής εχθρικής προσβολής
6. καλή εμφάνιση
7. φρ. α) «χημική σύσταση»
χημ. το σύνολο τών επιμέρους συστατικών από τα οποία αποτελείται μια ουσία
β) «επί συστάσει»
(σχετικά με ταχυδρομική αποστολή) με απόδειξη για την ασφαλή αποστολή και παραλαβή από τον παραλήπτη
αρχ.
1. μάχη εκ του συστάδην, συμπλοκή («ἡ ἐκ συστάσεως μάχη», Ηρωδιαν.)
2. σωματική ενόχληση («καταστεῖλαι τὴν σύστασιν τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου», Ορειβ.)
3. μεγάλη ανησυχία και συνεχής φροντίδα και μέριμνα («μένος μὲν ξυστάσεώς τε σῶν φρενῶν δεινή», Ευρ.)
4. (κυριολ. και μτφ.) συνάντηση, συμβολή, συνένωση (α. «σύστασις ὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην», Ιπποκρ.
β. «λέγεις, ἦν δ' ἐγώ, λόγων ξύστασιν», Πλατ.)
5. συνδυασμός («τραγῳδίαν... εἶναι τὴν τούτων σύστασιν πρέπουσαν ἀλλήλοις», Πλάτ.)
6. ομάδα ανθρώπων («κατὰ ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν», Θουκ.)
7. πολιτική ένωση, με γενικότερη έννοια από τη σύνοδο και την εταιρεία («κατὰ συστάσεις κωμάζειν», Δίων Κάσσ.)
8. φιλία ή συμμαχία
9. συνωμοσία («ἀποστάσεις δὲ ὁρῶν ἅπαντα καὶ νεωτερισμοὺς καὶ σύστασιν ἰσχυρὰν ἐφ' αὑτόν», Πλούτ.)
10. πολίτευμα («οὐδ' ἡ τοιαύτη ξύστασις τὸν ἅπαντα μενεῖ χρόνον», Πλάτ.)
11. αρχή υπάρξεως («πόλεων ξυστάσεις καὶ φθοράς», Πλάτ.)
12. (για τις πηγές ποταμού) αφετηρία
13. υλικό («πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾱς συστάσεως», Αριστοτ.)
14. επιμέλεια, κηδεμονία («ἔτι νηπίας οὔσας [ἀπέδωκεν] εἰς σύστασιν Πτολεμαίῳ Γλαυκίου», πάπ.)
15. προστασία, υπεράσπιση
16. γνωριμία μεταξύ δύο προσώπων («ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρεῖς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε», πάπ.)
17. τεκμήριο, απόδειξη
18. διαβεβαίωση
19. πληρεξούσιο
20. φρ. α) «προσώπου σύστασις» — έκφραση του προσώπου («ἀλλὰ καὶ προσώπου σύστασις ἄθρυπτος εἰς γέλωτα», Πλούτ.)
β) «ἐθνικαὶ συστάσεις» — εθνικές συνελεύσεις.
Greek Monotonic
σύστᾰσις: ἡ (συνίστημι), από κοινού τοποθέτηση, σύνθεση, διευθέτηση, οργάνωση, τακτοποίηση, σε Αριστ.·
Α. I. σύστασις προσώπου, προμελετημένη σοβαρή ή σπουδαιοφανής έκφραση του προσώπου, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ.
II. το να φέρνει κάποιος σε επαφή δύο ανθρώπους, παρουσίαση του ενός στον άλλον, πρώτες συστάσεις, σε Πολύβ., Πλούτ. Β. (συνίσταμαι),
I. 1. το να στέκεται κάποιος μαζί με κάποιον άλλον, συνάντηση· με εχθρική σημασία, μάχη σώμα με σώμα, συμπλοκή, σύγκρουση, σε Ηρόδ.· μεταφ., σύστασις γνώμης, πνευματικός αγώνας, έντονη ανησυχία και εντατική μέριμνα, σε Θουκ.
2. συνάντηση, ένωση, όμιλος ανθρώπων, σε Ευρ.· κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι, αυτοί που συναθροίζονται σε ομάδες, σε Θουκ.· πολιτική ένωση, σε Δημ.
3. φιλία ή συμμαχία, σε Πολύβ.· συνωμοσία, σε Πλούτ.
II. 1. συγκρότηση, η σύνθεση, δομή, διοργάνωση, σε Πλάτ., Αριστ.· απόλ., πολιτική συγκρότηση, σύνταγμα, σε Πλάτ.
2. μεταφ., λέγεται για τον νου, σύστασις φρενῶν, αυστηρότητα, σοβαρότητα, σε Ευρ.
Middle Liddell
σύστᾰσις, συστάσεως, συνίστημι
I. a putting together, composition, Arist.; ς. προσώπου a studied expression of countenance, of Pericles, Plut.
II. a bringing together, introduction, recommendation, Polyb., Plut.
B. (συνίσταμαἰ a standing together, meeting: in hostile sense, close combat, conflict, Hdt.; metaph., ς. γνώμης a conflict of mind, intense anxiety, Thuc.
2. a meeting, a knot of men, Eur.; κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Thuc.: a political union, Dem.
3. friendship or alliance, Polyb.: a conspiracy, Plut.
II. construction, structure, constitution, Plat., Arist.: absol. a political constitution, Plat.
2. metaph. of the mind, ς. φρενῶν contraction, sternness, sullenness, Eur.
English (Woodhouse)
arrangement, association, club, company, composition, constitution, construction, crowd, framework, league, organisation, plot, story, structure, collection of people, division of an army, group of individuals, group of people, knot of people, people forming a faction, political association, political associations, political club, political coalition
Léxico de magia
ἡ 1 comunicación, encuentro con la divinidad ταῦτά σου εἰπόντος τρὶς σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε cuando lo hayas dicho tres veces, ésta será la señal de la comunicación P IV 209 κάτελθε ἰσοθέου φύσεως κυριεύσας τῆς διὰ ταύτης τῆς συστάσεως ἐπιτελουμένης baja como dueño de una naturaleza semejante a la de la divinidad, que se ha cumplido a través de esta comunicación con el dios P IV 220 ἄμεινον δὲ ἐν τῇ ἀνατολῇ <τῇ τοῦ ἡλίου τὴν> σύστασιν ποιήσεις ... ἐξ οἴκου ἐπιπέδου podrás llevar a cabo mejor el encuentro al salir el sol, desde una habitación de planta baja P VI 3 τῇ καθολικῇ συστάσει ἔχε νίτρον τετράγωνον para la comunicación general, ten un trozo de natrón tetragonal P XIII 38 c. gen. obj. αἰτῶν σύστασιν τὴν τοῦ θεοῦ pidiendo comunicación con el dios P III 695 c. gen subj. καὶ λυθῇ πᾶσα σ. τῆς ἱερᾶς συνθέσεως y se rompa toda comunicación de la sagrada composición P III 438 c. prep. γίνεται ἡ μὲν σύστασις αὐτοῦ πρὸς Ἥλιον βʹ la comunicación con Helios se produce el segundo día P VI 1 2 por ext. fórmula para conseguir un encuentro con la divinidad ἐν οἵᾳ βούλει νυκτὶ ἀναβὰς ἐπὶ δώματος ὑψηλοῦ ... λέγε τὴν πρώτην σύστασιν sube al terrado la noche que quieras y recita la primera fórmula de encuentro P I 57 ἔστι δὲ ἡ σ. τῆς πράξεως ἥδε πρὸς Ἥλιον γινομένη ésta es la fórmula de encuentro de la práctica que se dirige a Helios P III 197 P III 494 P IV 260 P VI 39 σ., ἣν πρῶτον λέγεις πρὸς ἀνατολὴν ἡλίου fórmula de encuentro que pronuncias primero hacia la salida del sol P IV 930 σύστασις ἰδίου δαίμονος fórmula de encuentro con el demon propio P VII 505 3 por ext. práctica para conseguir tal fin ἡ δὲ τοῦ μεγάλου θεοῦ σ. ἐστιν ἥδε ésta es la práctica de comunicación con el gran dios P IV 778 P XIII 346
Lexicon Thucydideum
coetus, assembly, gathering, 2.21.2,
conflictus, collision, conflict, 7.71.1, (cf. Popp. adn. compare Poppo's note).
Translations
recommendation
Albanian: rekomandim; Arabic: تَوْصِيَة; Armenian: հանձնարարում, առաջարկում, խորհրդատվություն; Azerbaijani: tövsiyə; Belarusian: рэкамендацыя, рэкамэндацыя; Bengali: সুপারিশ; Bulgarian: препоръ́ка, рекомендация; Catalan: recomanació; Chinese Mandarin: 建議/建议, 建议, 勸告/劝告, 劝告, 推薦/推荐, 推荐; Czech: doporučení; Danish: anbefaling; Dutch: aanbeveling; Estonian: soovitus; Finnish: suositteleminen; French: recommandation; Georgian: რეკომენდაცია; German: Empfehlung; Greek: σύσταση; Hebrew: הַמְלָצָה; Hindi: सिफ़ारिश; Hungarian: ajánlás; Indonesian: rekomendasi, saran; Italian: suggerimento, consiglio, proposta; Japanese: 勧告, 推薦, 薦め, 薦挙; Kazakh: ұсыныс; Korean: 권고(勸告), 추천(推薦), 천거(薦擧); Kurdish Northern Kurdish: tewsiye; Kyrgyz: рекомендация, сунуш; Latvian: ieteikums; Lithuanian: rekomendacija, patarimas; Macedonian: препорака; Malayalam: ശുപാർശ; Middle English: recommendacioun; Mongolian Cyrillic: зөвлөгөө, зөвлөмж; Norwegian Bokmål: anbefaling; Pashto: توصيه; Persian: توصیه, سفارش; Polish: rekomendacja; Portuguese: recomendação; Romanian: recomandare; Russian: рекомендация; Serbo-Croatian Cyrillic: пре̏порука; Roman: prȅporuka; Slovak: odporúčanie; Slovene: priporočilo; Spanish: recomendación; Swedish: rekommendation; Tagalog: rekomendasyon; Tajik: тавсия, сифориш; Turkish: tavsiye; Ukrainian: рекомендація; Urdu: شَفاعَت, سِفارِش; Uyghur: تەۋسىيە; Uzbek: rekomendatsiya, tavsiya; Vietnamese: sự giới thiệu, sự tiến cử
introduction
Arabic: تَعْرِيف; Bulgarian: представяне; Catalan: presentació; Chinese Mandarin: 介紹/介绍; Dutch: introductie, inleiding; Finnish: esittely; French: présentation; Galician: presentación; Georgian: გაცნობა; German: Vorstellung; Greek: σύσταση; Hungarian: bemutatás, bemutatkozás; Japanese: 紹介; Maori: whakamōhiotanga; Norwegian Bokmål: anbefaling; Nynorsk: anbefaling; Portuguese: introdução; Romanian: prezentare; Russian: представление; Slovene: predstavitev; Spanish: presentación; Swedish: presentation c
friendship
Albanian: shoqëri; Arabic: صَدَاقَة; Armenian: ընկերություն, բարեկամություն; Asturian: amistá; Azerbaijani: arxadaşlıq, dostluq; Bashkir: дуҫлыҡ; Belarusian: сяброўства, дружба, прыяцельства; Bengali: বন্ধুত্ব; Bulgarian: приятелство, дружба; Burmese: ခင်မင်မှု; Catalan: amistat; Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⴷⴷⵓⴽⴽⵍⴰ; Cherokee: ᎠᎵᎢ; Chinese Dungan: щёнхо; Mandarin: 友誼, 友谊, 友情, 友愛, 友爱; Cimbrian: bròintekhot; Crimean Tatar: dostluq; Czech: přátelství; Danish: venskab; Dutch: vriendschap; Esperanto: amikeco; Estonian: sõprus; Faroese: vinskapur, vinsemi, vinsemd, vinalag; Finnish: ystävyys; French: amitié; Middle French: amistié; Old French: amistié; Galician: amizade; Georgian: მეგობრობა; German: Freundschaft; Old High German: winescaft; Greek: φιλία; Ancient Greek: ἀνάμιξις, ἀρθμός, ἀρτύς, δεξίωμα, ἑταιρική, ξενική, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, σύστασις, φιλεταιρία, φιλία, φιλίη, φιλότης; Hebrew: יְדִידוּת; Hindi: दोस्ती, मित्रता; Hungarian: barátság; Icelandic: vinátta; Indonesian: persahabatan; Ingush: доттагӏал; Irish: cumann; Italian: amicizia; Ivatan: kayvayvanan; Japanese: 友情, 友好, 友誼; Kannada: ಗೆಳೆತನ; Kapampangan: pamikaluguran; Kazakh: достық, татулық; Khmer: មិត្តភាព; Korean: 우정(友情), 우의; Kurdish Central Kurdish: دۆستایەتی; Northern Kurdish: dostî; Kyrgyz: достук; Lao: ມິດຕະພາບ; Latin: amicitia; Latvian: draudzība; Lithuanian: draugystė, gerumas; Low German: Fründschap, Fründschop; Luxembourgish: Frëndschaft; Macedonian: дружба; Malay: persahabatan; Malayalam: സൗഹൃദം, ചങ്ങാത്തം; Maltese: ħbiberija; Maori: whakahoahoatanga; Middle English: frendschip, felaweshipe; Mongolian: найрамдал; Norwegian Bokmål: vennskap; Nynorsk: venskap, vennskap; Occitan: amistat; Old English: frēondsċipe; Old French: amistié; Old Norse: vinskapr; Old Occitan: amistat; Pashto: دوستي, رفيقي; Persian: دوستی; Polish: przyjaźń, drużba; Portuguese: amizade; Romanian: prietenie, amiciție; Russian: дружба, приятельство; Scottish Gaelic: càirdeas; Serbo-Croatian Cyrillic: пријатѐљство; Roman: prijatèljstvo; Slovak: priateľstvo, družba; Slovene: prijateljstvo; Spanish: amistad; Swahili: urafiki; Swedish: vänskap; Tagalog: pagkakaibigan; Tajik: дусти; Tamil: நட்பு; Tatar: дуслык; Telugu: చెలిమి, స్నేహము; Thai: มิตรภาพ; Tocharian B: maitär; Turkish: arkadaşlık; Turkmen: dostluk; Ukrainian: дружба, приятельство, приятелювання; Urdu: دوستی; Uyghur: دوستلۇق, ئاغىنىدارچىلىق; Uzbek: oʻrtoqchilik; Venetian: amicizsia; Vietnamese: tình bạn; Volapük: flenam; Welsh: cyfeillgarwch; Yiddish: פֿרײַנדשאַפֿט, חבֿרהשאַפֿט
alliance
Albanian: aleancë; Arabic: تَحَالُف, اِتِّحَاد, اِتِّفَاق; Armenian: միություն, դաշնակցություն; Belarusian: саюз, альянс; Bulgarian: съюз, алианс; Catalan: aliança; Chinese Mandarin: 同盟; Czech: unie, svaz, aliance; Danish: forbund, sammenslutning, alliance; Dutch: alliantie; Finnish: liitto, liittouma, allianssi; French: alliance; Georgian: მოკავშირეობა; German: Allianz, Zusammenschluss, Verbund, Bund, Bündnis; Greek: συμμαχία; Ancient Greek: συμμαχία; Hungarian: szövetség; Icelandic: bandalag; Indonesian: persekutuan; Irish: comhghuaillíocht, comhaontas; Italian: alleanza; Japanese: 同盟; Korean: 동맹(同盟); Macedonian: сојуз, унија, алијанса; Malay: perikatan; Norwegian Bokmål: forbund, allianse; Nynorsk: forbund, allianse; Old Church Slavonic Cyrillic: съѭзъ; Persian: اتحاد; Polish: sojusz, alians; Portuguese: aliança; Romanian: alianță; Russian: союз, альянс; Scottish Gaelic: càirdeas; Serbo-Croatian Cyrillic: савез, алѝјанса; Roman: sávez, alìjansa; Slovak: únia, zväz, aliancia; Slovene: unija, aliansa; Sorbian Lower Sorbian: zwězk; Spanish: alianza; Swahili: fungamano; Swedish: allians; Telugu: అనుబంధము; Turkish: ittifak; Ukrainian: союз, альянс; Vietnamese: đồng minh
protection
Albanian: ndore, ndorje, mbrojtje; Arabic: حِمَايَة; Egyptian Arabic: حماية; Armenian: պաշտպանություն; Azerbaijani: qoruma, mühafizə; Belarusian: абарона, ахова, засцярога; Bulgarian: защита, предпазване; Catalan: protecció; Chinese Mandarin: 保護/保护, 防護/防护; Czech: ochrana, protekce; Danish: beskyttelse; Dutch: bescherming; Esperanto: protekto; Estonian: kaitse; Finnish: suojaaminen, suojaus, suoja, turvaaminen, varjeleminen; French: protection; Galician: protección; Georgian: დაცვა, მფარველობა; German: Schutz; Greek: προστασία; Ancient Greek: ὠφέλεια; Ancient Greek: προστασία; Haitian Creole: pwoteksyon; Hawaiian: malu; Hebrew: הֲגָנָה \ הֲגַנָּה; Hindi: संरक्षण, हिमायत, हिफ़ाज़त, हिफाजत, रक्षा; Hungarian: védekezés, megvédés; Icelandic: vernd; Ido: protekto; Indonesian: perlindungan; Irish: cosaint, anacal, cumhdach; Italian: protezione; Japanese: 保護, 防護; Kazakh: қорғау; Korean: 보호(保護), 방호(防護); Kurdish Central Kurdish: پاڕێزگاری, پاراستن; Northern Kurdish: parastin, sitirandin, sitar, pena; Latin: defensio, protectio, defensa, tutela; Latvian: aizsardzība; Lithuanian: apsauga; Macedonian: заштита; Malay: perlindungan; Malayalam: സംരക്ഷണം; Maori: waonga; Middle Irish: barántacht; Mòcheno: schutz; Norwegian Bokmål: beskyttelse; Old English: ġesċildnes; Persian: حفاظت, محافظت, حمایت; Plautdietsch: Hutt, Schutz; Polish: ochrona; Portuguese: protecção, proteção; Romanian: protejare, ocrotire, protecție; Russian: защита, охрана; Scottish Gaelic: dìon, sgiath, sgàth, dìdean, tèarmann; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑штита; Roman: zȃštita; Sindhi: رکيا; Slovak: ochrana; Slovene: zaščita; Spanish: protección; Swahili: kingo; Swedish: skydd; Tajik: мудофиа, муҳофиза, ҳимоя, муҳофизат; Telugu: సంరక్షణ; Turkish: koruma; Ukrainian: захист, охорона, оборона, забезпека, оберега; Uzbek: himoya; Walloon: waerantixhaedje, proteccion
proof
Albanian: provë, dëshmi; Arabic: بُرْهَان, دَلِيل, إِثْبَات; Armenian: ապացույց; Asturian: prueba; Azerbaijani: sübut, isbat, dəlil; Bashkir: дәлил; Belarusian: доказ; Bulgarian: доказателство; Catalan: prova; Chinese Mandarin: 證據/证据; Czech: důkaz; Danish: bevis; Dutch: bewijs; Esperanto: pruvo; Estonian: tõestus, tõend; Finnish: koe, koestus; French: preuve; Friulian: prove; Galician: proba; Georgian: მტკიცებულება; German: Beweis; Gothic: 𐌺𐌿𐍃𐍄𐌿𐍃; Greek: απόδειξη; Ancient Greek: ἀπόδειξις; Hebrew: הוֹכָחָה, רְאָיָה; Hindi: प्रमाण, सबूत; Hungarian: bizonyítás; Icelandic: sönnun; Italian: prova; Japanese: 証拠; Kazakh: дәлел; Khmer: ភស្តុតាង; Korean: 증거(證據); Kurdish Northern Kurdish: delîl, îzbat; Kyrgyz: далил; Ladin: proa; Latin: argumentum; Latvian: pierādījums; Lithuanian: įrodymas; Macedonian: доказ; Malay: bukti; Maori: hāponotanga; Mongolian Cyrillic: баталгаа; Norwegian Bokmål: bevis; Occitan: pròva; Pashto: اثبات, ثبوت; Persian: اثبات, دَلیل; Plautdietsch: Tieekjniss, Bewiess; Polish: dowód; Portuguese: prova; Romanian: probă, dovadă; Romansch: cumprova; Russian: доказательство; Sardinian: proa, proba, prova; Scottish Gaelic: dearbhadh; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏ка̄з; Roman: dȍkāz; Sicilian: prova; Slovak: dôkaz; Slovene: dokaz; Spanish: prueba; Swedish: bevis; Tagalog: patunay; Tajik: исбот, далел; Tatar: дәлил; Thai: การพิสูจน์; Turkish: ispat, delil; Ukrainian: доказ, довід; Urdu: ثبوت; Uyghur: ئىسپات, دەلىل; Uzbek: isbot, dalil; Venetian: prova; Vietnamese: bằng chứng
gathering
Armenian: հավաքույթ; Bulgarian: събиране, събрание; Czech: shromáždění, schůze, slet; Danish: sammenkomst, komsammen; Esperanto: kunveno; Finnish: kokous, kokoontuminen, tapaaminen; French: rencontre, réunion, rassemblement; Georgian: შეკრება, კრება; German: Zusammenkunft, Versammlung; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌿𐌼𐌸𐍃; Hebrew: הִתְקַהֲלוּת; Italian: incontro, raduno; Japanese: 集まり; Kurdish Central Kurdish: کۆبونەوە; Macedonian: собирање; Manx: cruinnaght; Maori: taiopenga, kauopeopenga; Norwegian Bokmål: sammenkomst; Polish: biesiada; Portuguese: encontro; Russian: встреча; Scottish Gaelic: cruinneachadh; Slovak: stretnutie, zhromaždenie; Spanish: fiesta; Tocharian B: sārri; Walloon: raploû, rapoûlaedje; Zulu: imbizo, umhlangano
accumulation
Bulgarian: натрупване; Catalan: acumulació; Dutch: accumulatie, opstapeling, opeenhoping; Esperanto: amasigo; Estonian: kogumine, kuhjumine; Finnish: kertyminen, kasaantuminen, akkumulaatio, kerääntyminen; German: Anhäufung; Greek: συσσώρευση; Hebrew: אגירה, צבירה; Hungarian: felhalmozás; Irish: tiomsú; Italian: accumulazione, accumulo; Latin: accumulatio; Polish: akumulacja; Portuguese: acumulação, acúmulo; Quechua: qisa; Romanian: acumulare; Russian: накопление; Spanish: acumulación; Swedish: ackumulation, ackumulering; Tocharian B: kraupalñe
composition
Albanian: kompozim; Armenian: բաղադրություն; Bulgarian: съединение, смесване; Catalan: composició; Chinese Mandarin: 成分; Dutch: combinatie; Finnish: koostumus; French: composition; Galician: composición; German: Zusammenstellung; Greek: σύνθεση, σύσταση; Ancient Greek: σύνθεσις; Irish: comhdhéanamh; Italian: composizione; Korean: 작곡; Malayalam: സമാഹരണം; Portuguese: composição; Romanian: compunere, compoziție, alcătuire; Russian: составление, соединение; Turkish: bileşme, terekküp, terkip; Vietnamese: thành phần
structure
Albanian: strukturë; Arabic: هَيْكَل; Armenian: կառույց; Asturian: estructura; Azerbaijani: struktur, quruluş; Belarusian: структура; Bengali: গঠন; Bulgarian: структура; Burmese: ဖွဲ့စည်းပုံ; Catalan: estructura; Chinese Mandarin: 結構/结构; Czech: struktura; Danish: struktur; Dutch: structuur; Esperanto: strukturo; Estonian: struktuur; Finnish: rakennelma; Galician: estrutura; Georgian: სტრუქტურა; German: Struktur; Greek: δομή; Hebrew: מִבְנֶה; Hindi: संरचना; Hungarian: szerkezet; Icelandic: bygging; Ingrian: struktura; Irish: struchtúr; Italian: struttura; Japanese: 構造, 構成; Kazakh: құрылым; Khmer: គ្រោង; Korean: 구조(構造), 구성(構成); Kurdish Northern Kurdish: pêkhate; Kyrgyz: структура; Lao: ໂຄງສ້າງ; Latvian: struktūra; Lithuanian: struktūra; Macedonian: структура; Malay: rangka, struktur; Maori: rangaranga; Mongolian Cyrillic:!бүтэц; Norwegian Bokmål: struktur; Oromo: caasaa; Persian: سازه, ساخت; Polish: struktura; Portuguese: estrutura; Romanian: structură; Russian: структура; Scottish Gaelic: togail; Serbo-Croatian Cyrillic: структура; Roman: struktúra; Shan: ယူင်ႉသၢင်ႈ; Slovak: štruktúra; Slovene: struktura; Spanish: estructura; Swedish: struktur; Tagalog: balangkas, estruktura, kayarian; Tajik: сохт, структура, сохтор; Thai: โครงสร้าง; Turkish: yapı; Turkmen: gurluş; Ukrainian: структура; Urdu: ساخت; Uyghur: قۇرۇلما; Uzbek: tuzilma, struktura, qurilish, tuzilish; Vietnamese: kết cấu; Yiddish: סטרוקטור
formation
Armenian: ձեւավորում, կազմավորում; Bulgarian: формация; Dutch: formatie; Esperanto: formigo; Finnish: muodostelma, muodostuma, -muodostus; Hungarian: alakulat, képződmény; Korean: 구조; Maltese: formazzjoni; Polish: formacja; Russian: образование, структура, конструкция; Swedish: formation; Telugu: నిర్మాణం
constitution
Arabic: تَكْوِينِ; Bulgarian: устройство; Catalan: constitució; Chinese Mandarin: 構成/构成; Finnish: kokoaminen, perustaminen, perustus, koostumus, rakenne; French: constitution; Galician: constitución; German: Verfassen, Verfassung; Hebrew: הרכב; Hungarian: alkotmány; Ido: konstituco; Italian: costituzione; Japanese: 編成, 構成; Korean: 편성(編成), 구성(構成); Latin: constitutio; Macedonian: состав, уредување; Malay: penubuhan; Norman: constitution; Portuguese: constituição; Russian: устройство; Scottish Gaelic: dèanamh; Spanish: constitución; Turkish: kuruluş
substance
Albanian: substancë, lëndë; Arabic: مَادَّة; Armenian: նյութ; Asturian: sustancia; Azerbaijani: maddə; Bashkir: матдә; Belarusian: рэчыва, субстанцыя; Bengali: পদার্থ; Bulgarian: вещество, субстанция; Burmese: ဒြပ်; Catalan: substància; Chinese Cantonese: 物質, 物质; Mandarin: 物質/物质; Min Nan: 物質, 物质; Wu: 物質, 物质; Czech: látka; Danish: substans, masse; Dutch: substantie; Esperanto: substanco; Estonian: aine; Finnish: aine, materia; French: substance; Galician: substancia; Georgian: ნივთიერება; German: Substanz, Stoff; Greek: ουσία; Ancient Greek: οὐσία, ὕλη, ὑπόστασις; Hebrew: חומר \ חֹמֶר; Hindi: पदार्थ, वस्तु; Hungarian: anyag, tartalom; Icelandic: efni; Irish: mianach, damhna; Italian: sostanza; Japanese: 物質; Kazakh: зат; Khmer: វត្ថុ; Korean: 물질(物質); Kurdish Northern Kurdish: made; Kyrgyz: зат; Lao: ສະສານ; Latin: substantia, materia; Latvian: viela; Lithuanian: medžiaga; Macedonian: супстанција; Malay: bahan, zat; Maori: matū, pūmatū, kiko; Mongolian Cyrillic: бодис; Mongolian: ᠪᠣᠳᠠᠰ; Norwegian: substans, masse; Old English: andweorc; Pashto: ماده; Persian: ماده; Polish: substancja; Portuguese: substância; Romanian: substanță; Russian: вещество, субстанция, материя; Serbo-Croatian Cyrillic: супста̀нца; Roman: supstànca; Slovak: látka; Slovene: snov; Spanish: sustancia; Swedish: ämne, substans; Tajik: модда; Tatar: матдә; Telugu: పదార్థము; Thai: สสาร; Turkish: madde; Turkmen: madda; Ukrainian: речовина, субстанція; Urdu: مادہ; Uyghur: ماددا; Uzbek: modda; Vietnamese: vật chất; Yiddish: מאַטעריע
density
Arabic: كَثَافَة; Armenian: խտություն; Azerbaijani: sıxlığı; Belarusian: шчыльнасць, густата, гушчыня; Bulgarian: плъ́тност, гъстота; Catalan: densitat; Chinese Mandarin: 密度; Czech: hustota; Danish: massefylde, densitet; Dutch: dichtheid; Estonian: tihedus; Finnish: tiheys, ominaispaino; French: masse volumique; Galician: densidade; Georgian: სიმჭიდროვე; German: Dichte, Massendichte; Greek: πυκνότητα; Ancient Greek: πυκνότης; Gujarati: ઘનતા; Hebrew: צפיפות החומר, צְפִיפוּת; Hindi: घनत्व; Hungarian: sűrűség; Icelandic: þéttleiki; Indonesian: densitas, massa jenis; Italian: densità; Japanese: 密度; Kazakh: тығыздық; Korean: 밀도; Kurdish Northern Kurdish: xestî; Kyrgyz: тыгыздык; Lao: ຄວາມຫນາແຫນ້ນ; Latin: densitas; Latvian: blīvums; Lithuanian: tankis; Macedonian: густина; Malay: ketumpatan; Malayalam: സാന്ദ്രത, ഘനത്വം; Maori: kiato, apiapitanga; Mongolian: нягт; Norwegian Bokmål: massetetthet, densitet; Nynorsk: massetettleik, densitet; Occitan: densitat; Old English: þicnes; Papiamentu: densidat; Persian: چگالی; Polish: gęstość; Portuguese: densidade; Romanian: densitate; Russian: плотность, густота; Serbo-Croatian Cyrillic: густина, густоћа; Roman: gustina, gustoća; Slovak: hustota; Slovene: gostota; Spanish: densidad; Swedish: täthet, massvolym, densitet; Tagalog: kasiksikan; Tajik: зичии; Telugu: సాంద్రత; Thai: ความหนาแน่น; Turkish: yoğunluk; Ukrainian: щі́льність, густота, густина, густість; Uzbek: zichligi; Vietnamese: khối lượng riêng
conspiracy
Afrikaans: sameswering; Albanian: përbetim; Arabic: مُؤَامِرَة, مُوَاطَأَة; Armenian: դավադրություն; Azerbaijani: sui-qəsd; Belarusian: змова; Bulgarian: заговор, съзаклятие, конспирация; Catalan: conspiració; Chinese Mandarin: 陰謀, 阴谋; Czech: spiknutí; Danish: konspiration, sammensværgelse; Dutch: samenzwering, samenspanning; Esperanto: konspiro; Estonian: vandenõu; Finnish: salaliitto, vehkeily; French: conspiration, complot; Galician: conspiración; Georgian: შეთქმულება, კონსპირაცია; German: Verschwörung, Konspiration; Greek: συνωμοσία, δολοπλοκία; Ancient Greek: βούλευσις, ἐπιβουλή, κοινοπραγία, ξυνωμοσία, ξυνώμοτον, ξύστασις, ὁμόπνοια, σκευή, συμπνευσμός, συνεργία, συνωμοσία, συνώμοτον, συστασία, σύστασις, φατρία, τὸ συνεστηκός, τὸ ξυνιστάμενον, φατριασμός, φρατριασμός; Hebrew: קְנוּנִיָה, קֶשֶׁר; Hindi: साज़िश, साजिश; Hungarian: összeesküvés, konspiráció; Icelandic: samsæri; Indonesian: konspirasi; Irish: comhcheilg, comhchogar; Italian: cospirazione; Japanese: 密議, 陰謀; Korean: 음모(陰謀); Kyrgyz: кутум; Latin: coniuratio; Latvian: sazvērestība; Macedonian: заговор, завера; Malay: konspirasi; Malayalam: ഗൂഢാലോചന; Maori: kara, kakai; Marathi: कट; Norman: compliot; Norwegian Norwegian Bokmål: konspirasjon; Norwegian Nynorsk: konspirasjon; Old English: facengecwis; Persian: دسیسهچینی, توطئه; Polish: spisek, konspiracja, knucie, zmowa, podziemie; Portuguese: conspiração, complô; Romanian: conspirație; Russian: заговор, сговор; Scottish Gaelic: comh-rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑вера, за̑вјера, у̀рота; Roman: zȃvera, zȃvjera, ùrota; Slovak: sprisahanie, spiknutie; Slovene: zarota; Spanish: conspiración, contubernio; Swahili: njama class; Swedish: komplott, konspiration; Tagalog: sabwatan; Telugu: కుట్ర; Turkish: desise, kumpas, muamere; Ukrainian: змова