lustral
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Purifying: V. καθάρσιος, P. καθαρτικός. Lustral water: P. and V. χέρνιψ, ἡ. Wash in lustral water, v.: P. and V. χερνίπτεσθαι (absol.)