καθαρτικός
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
καθαρτική, καθαρτικόν,
A of, fit for cleansing or purifying, ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti.60d; τὰ μέλη τὰ κ. (v. κάθαρσις ΙΙ) Arist.Pol.1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25; κ. ἀρεταί Hierocl.in CA2p.422M.: ἡ καθαρτική (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv. καθαρτικῶς Marin.Procl.19.
II Medic., promoting κάθαρσις, πρόσθετον Hp.Mul.1.74; usu… purgative, δύναμις Gal.11.768 (metaph., Cebes 14); φάρμακον Plu.2.999f, cf. Gal.5.128; οἶνος Dsc.5.66 (Comp.); κ. alone, Hp.Fract.24, S.E.M.8.480.
German (Pape)
[Seite 1282] reinigend; φάρμακον, Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καθαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ ὑγρά S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καθ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καθ. μέλος, zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à purifier.
Étymologie: καθαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαρτικός -ή -όν [καθαρτής] reinigend, zuiverend:; τὰ μέλη τὰ καθαρτικά liederen met louterende uitwerking Aristot. Pol. 1342a 15; met gen. van iets:; τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος λίτρον de soort die olijfolie- en stofvlekken reinigt is soda Plat. Tim. 60d; subst. ἡ καθαρτική reinigingskunst. geneesk. purgerend; subst. τὸ καθαρτικόν purgeermiddel.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαρτικός: 3
1 служащий для чистки, выводящий пятна (λίτρον Plat.);
2 (духовно), очищающий, дающий успокоение, (μέλος Arst.);
3 мед. очищающий, слабительный (φάρμακον Plut.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ καθαρτικός, -ή, -όν) καθαρτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν)
φάρμακο που παρέχεται εσωτερικά και προκαλεί την κένωση του στομάχου και του εντέρου ή γενικότερα την αποβολή τών περιττών ουσιών από τον οργανισμό, καθάρσιο
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στον εσωτερικό καθαρισμό του σώματος με κένωση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καθαρτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του εξαγνισμού, του καθαρισμού.
επίρρ...
καθαρτικῶς (Α)
με καθαρτικό, εξαγνιστικό τρόπο.
Greek Monotonic
κᾰθαρτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, ἁγνιστικός, Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ μέλη τὰ καθ. (ἴδε κάθαρσις Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· μετὰ γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - ἡ καθαρτικὴ (δηλ. τέχνη), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, φάρμακον καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· ὡσαύτως, καθαρτικὸς οἶνος Διοσκ. 5. 76.
Middle Liddell
κᾰθαρτικός, [from κᾰθαρτής]
for cleansing or purifying, Plat.