ἐπιστρεφῶς
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec application, avec art;
2 vivement, avec force.
Étymologie: ἐπιστρεφής.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρεφῶς: ион. ἐπιστρεφέως
1 возбужденно, страстно (εἴρετο Her.);
2 искусно, тщательно (φάναι Aeschin.).