δεῖος

Revision as of 18:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épq.
c. δέος.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.

Greek Monotonic

δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δεῖος:
I только gen. δείους τό Hom. = δέος.
II ὁ дий (один из музыкальных ладов) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεῖος zie δῖος.