δεῖος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
French (Bailly abrégé)
(τό) :
épq.
c. δέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεῖος zie δῖος.
Russian (Dvoretsky)
δεῖος:
I только gen. δείους τό Hom. = δέος.
II ὁ дий (один из музыкальных ладов) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.
Greek Monotonic
δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.