δεῖος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épq.
c. δέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεῖος zie δῖος.

Russian (Dvoretsky)

δεῖος:
I только gen. δείους τό Hom. = δέος.
IIдий (один из музыкальных ладов) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.

Greek Monotonic

δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.