obstacle
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. ἐμπόδισμα, τό, ἐναντίωμα, τό, κώλυμα, τό, διακώλυμα, τό. Be an obstacle to: Ar. and P. ἐμπόδιος εἶναι (dat. of pers., gen. of thing.), P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.), ἐμποδὼν γίγνεσθαι (dat.). Wherever any obstacle is in the way: P. ᾗ ἂν ἐνστῇ τι (Dem. 1274). The obstacle mentioned just now by Cebes is still there: P. ἔτι ἐνέστηκε ὃ νῦν δὴ Κέβης ἔλεγε (Plat., Phaedo, 77B).