orbit
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
subs.
P. and V. δρόμος, ὁ, ὁδός, ἡ, Ar. and P. περιφορά, ἡ, V. διέξοδος, ἡ, στροφή, ἡ (Soph., Frag.), περιστροφή, ἡ (Soph., Frag.).