διέξοδος
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
ἡ,
A outlet, passage, Hp.Aph.7.51, Arist.PA684b26, etc.; ἀποκεκληϊμένου τοῦ ὕδατος τῆς δ. Hdt.3.117, cf. 4.140; διέξοδοι ὁδῶν passage-ways, Id.1.199; ἀνέμων διέξοδοι (through the body), S.Fr.477; ὅταν πλεύμων μὴ καθαρὰς παρέχῃ τὰς δ. Pl.Ti.84d, cf. 91c; way out from, Th. 3.98; αἱ δ. τῶν ὁδῶν Ev.Matt.22.9; of the main roads out of a town, Aristeas 105; διέξοδος ὑδάτων, of a spring, LXX 4 Ki.2.21; of tears, ib.Ps. 118(119).136.
2 pathway, orbit, of the sun, Hdt.2.24; τρεῖς ἡλίου διέξοδοι three days, E.Andr.1086; of planets, Arist.Mu.399a3: metaph., πολλὰς φροντίδων δ. Henioch.4.5; διέξοδος τῶν βουλευμάτων the paths of his counsels, Hdt.3.156; διέξοδος τῆς φύσεως, διέξοδος τῆς οὐσίας, Ocell. 1.5, 12; [ὁ νοῦς] ἔχων τὴν αὐτὴν διὰ τῶν οὐκ αὐτῶν δ. Plot.6.7.13.
3 issue, event, διέξοδον λαβεῖν Plb.2.1.3, etc.
4 means of escape, πάσας δ. διεξελθών Pl.R. 405c; διέξοδος πραγμάτων = way out of difficulties, Chrysipp.Stoic.3.66.
5 Medic., evacuation, Hp.Prog.11, Gal.17(1).132 (pl.).
II detailed narrative or description, ἡ τοῦ λόγου διέξοδος the course of the narrative or argument, Pl.Criti.109a, cf. Prt.361d, Chrysipp.Stoic.2.250, Ph.1.407; exposition, Phld.Sign.38, Mus. p.110 K., al.; ἡ διὰ στοιχείου διέξοδος description by resolving into elements, Pl.Tht.207c; κατὰ διέξοδον = in detail, Aristid.Rh.1p.505S.; διέξοδοι καὶ ἔπαινοι narratives, tales, Pl.Prt. 326a, etc.
III military evolution, διέξοδοι τακτικαί Id.Lg.813e, cf. D.C.74.5.
2 excursion, Pl.Phdr. 247a.
3 repeated experiment, Gal.10.169.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
A c. énf. en el fin o en el resultado
I concr.
1 camino, vía de salida διεξόδους ματεύω ν Tim.15.47, τὴν ὕλην ἐσφερομένους ὅθεν διέξοδοι οὐκ ἦσαν Th.3.98, cf. Vett.Val.321.5
•de un país salida, fin, límite διέξοδος τῶν ὁρίων ἐπὶ τὴν θάλασσαν LXX Io.15.4, cf. Nu.34.4, 5
•esp. de las aguas salida, desagüe ἀποκεκληιμένου δὲ τοῦ ὕδατος τῆς διεξόδου Hdt.3.117, cf. Pl.Ti.60e, Phd.111d, Str.11.14.13
•anat. conducto de salida, salida διὰ στενοῦ ἡ διέξοδος Hp.Aph.7.51, cf. Vict.1.10, τοῦ πνεύματος διέξοδοι Pl.Ti.91c, cf. 79d, Phdr.251d, τοῦ περιττώματος διέξοδος = ano Arist.PA 684b26.
2 paso, pasillo σχοινοτενέες διέξοδοι Hdt.1.199, ὑπέφερον πάλιν τὰς διεξόδους τῶν μαστίγων pasaron de nuevo bajo los arcos de los latigos de mártires A.Mart.5.38
•pasadizo, pasaje en una muralla, Men.Phasm.21, entre dos caminos de ronda y a diferentes niveles, Aristeas 105, cf. D.S.2.10, διέξοδοι τῶν ὁδῶν bocacalles, cruces de caminos, Eu.Matt.22.9
•hecho por o para animales salida, boca de una madriguera, Eutecnius C.Par.35.33, cf. D.S.3.15.
II como acción
1 fisiol. salida, evacuación de líquidos corporales νωθρότεραι γίνονται αἱ διέξοδοι (τοῦ αἵματος) Hp.Flat.14, τοιαύτης γὰρ ἐούσης τῆς διεξόδου, ἡ κάτω κοιλίη ὑγιαίνοι ἄν Hp.Prog.11, c. gen. ἀμεταβλήτων σιτίων Gal.17(1).132.
2 resultado, éxito τῶν νόμων αὐτῶν dicho de la mejora de la vida social, Pl.Lg.718b
•salida, solución γίνεσθαι διέξοδον ... τῶν πρὸς ἀλλήλους Plb.22.4.2, τὰ μὲν ... τοιαύτης ἔτυχε διεξόδου D.S.4.35, de un pleito PEnteux.54.11 (III a.C.), cf. PTeb.762.8 (III a.C.)
•salida, escapatoria πάσας ... διεξόδους διεξελθών Pl.R.405c
•capacidad de éxito πραγμάτων Chrysipp.Stoic.3.66.
3 experiencia ἐλπίζοντες δ' ἐν πολλῇ τῇ ... διεξόδῳ ... εὑρεθήσεσθαί ποτε τὸ προσῆκον confiando en que con su mucha experiencia van a hallar el (tratamiento) apropiado Gal.10.169.
B c. énf. en el proceso
I concr.
1 curso ἀνέμων S.Fr.477, del sol, Hdt.2.24, 26, τρεῖς ... ἡλίου διέξοδοι tres días E.Andr.1086, de otros astros, Arist.Mu.399a3
•c. gen. de líquidos curso, manantial ὑδάτων LXX 4Re.2.21, de lágrimas, LXX Ps.118.136, Ep.Barn.11.6a
•recorrido, trayecto de las aguas μακροτέρα ... ἀπὸ βάθους διέξοδος Aristid.Quint.69.25.
2 tránsito, paso, ruta de un ejército a través de un territorio ἀσφαλής Hdt.3.4, cf. 4.140, διέξοδον ... αἰτούμενος pidiendo paso Paus.4.21.12
•desfile, evolución militar τακτικαί Pl.Lg.813e, cf. D.C.74.5.5
•tránsito, procesión de los dioses en el cielo, Pl.Phdr.247a, del νοῦς Numen.12.16.
3 fig. curso, desarrollo τῶν βουλευμάτων Hdt.3.156, 7.234, de acontecimientos διέξοδον λαμβάνειν Plb.2.1.3, 3.41.1.
II ref. a la emisión de palabras
1 lit. narración prob. relato épico διέξοδοι καὶ ἔπαινοι ... παλαιῶν ἀνδρῶν (habla Protágoras), Pl.Prt.326a.
2 desarrollo discursivo, capacidad discursiva, discurso ἡ διὰ πάντων διέξοδος τε καὶ πλάνη Pl.Prm.136e, τοῦ προκειμένου Arist.Top.103a1, λογική Clem.Al.Strom.6.17.156, Origenes Comm.in Eph.4.17-19 (p.416).
3 ret. desarrollo, exposición ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλλομένη la exposición del discurso a medida que se desarrolla Pl.Criti.109a, cf. Prt.361d, Plt.277b, 279c, D.L.7.42
•método expositivo χαλεπὸν εἶναι κατὰ τὸν παρόντα τρόπον τῆς διεξόδου δηλῶσαι τὰ δοκοῦντα Pl.Ti.48c
•tratado περὶ νόμων Pl.Lg.812a, cf. Plu.2.874e, Phld.Rh.2.215Aur., Ph.1.235, con diferentes partes, Pl.Lg.768d, διὰ στοιχείου Pl.Tht.207c, Phld.Sign.38.39, κατὰ διέξοδον = detalladamente Aristid.Rh.505.
4 gram. τοῦ λόγου διέξοδος = expresión lingüística, expresión articulada Chrysipp.Stoic.2.250, cf. 95, Ph.1.407, ref. la oración relig., Origenes M.12.1141B
•pronunciación articulada de cada elemento fonético, dicho de los diptongos ηυ, ωυ, υι Sch.D.T.40.22.
III fil.
1 paso, cualidad de transitable, transición τὸ διέξοδον ἔχον ἀτελεύτητον lo que tiene la posibilidad de ser recorrido pero no tiene fin como una de las formas de lo infinito, Arist.Ph.204a5, cf. Metaph.1066a36.
2 devenir Chrysipp.Stoic.2.265, ἅπασα φῦσις ἡ ἔχουσα διέξοδον ὅρους ἔχει τρεῖς toda naturaleza sometida al devenir tiene tres términos (nacimiento, culminación y fin), Ocell.6, cf. 8, 15, Porph.Sent.44, Plot.6.7.13.
German (Pape)
[Seite 620] ἡ, Durch- u. Ausweg, Ausgang, Her. 4, 140; τοῦ ὕδατος 3, 117; u. so Folgde. – Von der Sonne, der Umlauf, in welchem sie die Bahn durch- u. zu Ende läuft, τρεῖς φαενναὶ ἡλίου δ. Eur. Andr. 1087; vgl. Her. 2, 24; mit φορά vrbdn, Plat. Epin. 986 e; πλανητῶν, Arist. mund. 6, womit man Soph. frg. 424 ἀνέμων δ. vergleicht, die periodischen Abwechslungen. – Ein kriegerischer Auszug, Expedition, u. übh. Manöver, τακτικαί Plat. Legg. VII, 813 e; πολιτικαί Dio Cass. 74, 5. – Übertr., βουλευμάτων δ., Her. 3, 156; διεξόδους πάσας διεξελθών, Ausflüchte, Plat. Rep. III, 405 c. Bes. = ausführliche Auseinandersetzung, τοῦ λόγου Plat. Critia. 109 a; vgl. Prot. 626 a, wo es neben ἐγκώμια u. ἔπαινοι »Erzählungen« od. »Schilderungen« bedeutet; u. so Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 issue;
2 trajet, évolution : ἡλίου EUR évolution du soleil;
3 développement d'un discours, exposition, description, détail (d'un plan, etc.);
NT: carrefour.
Étymologie: διά, ἔξοδος.
Russian (Dvoretsky)
διέξοδος: ἡ
1 выход, проход, проток (ὕδατος Her.; περίοδοι καὶ διέξοδοι Plut.): διέξοδοι ὁδῶν Her. проходы; ἡ διέξοδος (v.l. ἔξοδος) τοῦ περιττώματος Arst. задний проход;
2 путь, орбита (ἡλίου Her. - ср. 3);
3 движение (πάντων διέξοδοι Arst.): τρεῖς ἡλίου διέξοδοι Eur. три солнечных круговорота, т. е. три дня; ἀνέμων διέξοδοι Soph. движение ветров;
4 воен. pl. передвижения, эволюции, маневры (διέξοδοι τακτικαί Plat.);
5 рассказ, повествование (διέξοδοι παλαιῶν ἀνδρῶν Plat.);
6 перен. ход или черта, деталь (πᾶσαι αἱ διέξοδοι τῶν βουλευμάτων Her.);
7 лазейка, увертка (πάσας διεξόδους διεξελθὼν ἀποστραφῆναι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διέξοδος: ἡ, μέρος πρὸς ἔξοδον, δίοδος, πέραμα, ὀχετός, ἀποκεκληϊμένου τοῦ ὕδατος τῆς δ. Ἡρόδ. 1. 117, πρβλ. 4. 140· διέξοδοι ὁδῶν, διαβάσεις, ὁ αὐτ. 1. 199· ὅταν πλεύμων μὴ καθαρὰς παρέχῃ τὰς δ. Πλάτ. Τιμ. 84D, κτλ. 2) τροχιά, κύκλος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 24, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 1086· οὕτω, δ. ἄστρων Ἀριστ. π. Κοσμ. 6, 17· ἀνέμων διέξοδοι, αἱ διάφοροι αὐτῶν διευθύνσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 424· τὰς τοῦ πνεύματος δ. Πλάτ. Τιμ. 91C, πρβλ. 84D· μεταφ., πολλὰς φροντίδων δ. Ἡνίοχ. Τροχ. 1. 5. 3) τὸ μέρος τῆς ἐξόδου τῶν περιττωμάτων, Ἱππ. Προγν. 39, κτλ. 4) ἔξοδος, ἑπομένως = ἀποτέλεσμα, ἔκβασις, τῶν βουλευμάτων Ἡρόδ. 3. 156· ἔργων Πολύβ. 2. 1, 3, κτλ. 5) μέσον διαφυγῆς, πάσας δ. διεξελθεῖν Πλάτ. Πολ. 405C. ΙΙ. παρὰ Πλάτ. συχνάκις ἐπὶ λεπτομεροῦς διηγήσεως ἢ περιγραφῆς, ἡ τοῦ λόγου δ., ἡ σειρὰ τῆς διηγήσεως ἢ τοῦ συλλογισμοῦ, Κριτί. 109Α, Πρωτ. 361D· ἡ διὰ στοιχείου δ., περιγραφὴ διὰ τῆς εἰς τὰ στοιχεῖα διαλύσεως, Θεαιτ. 207C· ἔκθεσις, συζήτησις, Νόμ. 768D· 812Α, Τιμ. 48C· δ. καὶ ἔπαινοι, διηγήματα, μῦθοι, Πρωτ. 326Α, κτλ. ΙΙΙ. στρατιωτικὴ ἐξέλιξις, δ. τακτικαὶ Νόμ. 813Ε· καθόλου, ἐκστρατεία, Φαίδρ. 247Α.
English (Strong)
from διά and ἔξοδος; an outlet through, i.e. probably an open square (from which roads diverge): highway.
English (Thayer)
(διερμηνεία) διερμηνειας, ἡ (διερμηνεύω, which see), interpretation: of obscure utterances, L text (not yet found elsewhere.)
Greek Monolingual
η (AM διέξοδος) έξοδος
1. χώρος, άνοιγμα απ' όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση
2. μέσο, τρόπος διαφυγής
νεοελλ.
1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα
2. φρ. «διέξοδος εμπορική» — εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη
αρχ.-μσν.
«διέξοδοι ὑδάτων» — πηγές
αρχ.
1. έκβαση, αποτέλεσμα
2. έξοδος περιττωμάτων
3. διεξοδική διήγηση, περιγραφή
4. έκθεση, διήγηση
5. στρατιωτικός ελιγμός
6. εκστρατεία
7. επαναλαμβανόμενο πείραμα
8. διήγημα, μύθος
9. (για τον ήλιο και τους πλανήτες) τροχιά, κύκλος
10. φρ. α) «κατά διέξοδον» — με λεπτομέρειες
β) «ἀνέμων διέξοδοι» — διάφορες διευθύνσεις τών ανέμων
γ) «ἡ διὰ στοιχείου διέξοδος» — περιγραφή με ανάλυση τών στοιχείων.
Greek Monotonic
διέξοδος: ἡ,
I. 1. μέρος εξόδου, δίοδος, πέρασμα, κανάλι, σε Ηρόδ.· διέξοδοι ὁδῶν, διαβάσεις δρόμων, στον ίδ.
2. μονοπάτι, τροχιά, κύκλος, λέγεται για τον ήλιο, στον ίδ. κ.λπ.
3. αποτέλεσμα, έκβαση, στον ίδ.
II. διεξοδική, λεπτομερής αφήγηση, περιγραφή, εξήγηση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δι-έξοδος, ἡ, n
I. a way out through, an outlet, passage, channel, Hdt.; διέξοδοι ὁδῶν passage-ways, Hdt.
2. a pathway, orbit, of the sun, Hdt., etc.
3. an issue, event, Hdt.
II. a detailed narrative, description, Plat.
Chinese
原文音譯:dišxodoj 笛-誒克士-哦多士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-出去-道路 相當於: (יׄוצֵאת / יָצָא / צֵא) (יָצַג)
字義溯源:通路,路口,岔口,岔路口;由(διά)*=通過)與(ἔξοδος)=出口)組成;而 (ἔξοδος)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 岔口(1) 太22:9
English (Woodhouse)
narration, orbit, outlet, passage, way through