overcast
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Cloudy (of the sky): P. συννέφελος, Ar. περινέφελος. Met., of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. συνωφρυωμένος, στυγνός.