model
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. παράδειγμα, τό. v. trans. P. and V. πλάσσειν, P. τυποῦν, ἐκτυποῦν.
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
subs.
P. and V. παράδειγμα, τό. v. trans. P. and V. πλάσσειν, P. τυποῦν, ἐκτυποῦν.